Σοβαρά και ευτράπελα – Το παλιό και το νέο ΠΑΣΟΚ
Του Βαγγέλη Μπάκα
Όταν γινόταν κάποιος γάμος, στα χρόνια της δεκαετίας του ’80, και τα κορναρίσματα συνόδευαν τους νεόνυμφους στην εκκλησία, να τι λέγανε οι βόμπιρες: Έλχεται το ΠΑΘΟΚ μπαμπά!
Σήμερα, όταν καταφθάνει το μπουλούκι στο χωριό, με τους υποψήφιους βουλευτές και τους παρατρεχάμενους υποψήφιους ψηφοφόρους, δεν ακούγεται το παραμικρό. Λες και μπαίνουν οι οχτροί! κρυφά. Και τι να πουν! Τα ίδια και τα ίδια! Κοινό πρόγραμμα όλων των πολιτικών είναι τα τάματα με τις υποσ-χέσεις. Κι αν κάνω λάθος, τότε να με χέσεις!
Η κορυφαία ευτράπελη επίσκεψη συνέβη σε ένα μικρό χωριό. Κι όταν μπήκαν μέσα οι οχτροί… δεν βρήκαν ψυχή.
Το μοναδικό καφενείο θα έμοιαζε κλειστό, εάν δεν πρόδινε την αφεντικίνα ο κρότος από το σπάσιμο των καρυδιών!
Κι ενώ οι Συριζαίοι ήταν σίγουροι πως ο ιδιοκτήτης ήταν ομοϊδεάτης, την πατήσανε άσχημα! Το καφενείο αυτό έχει περάσει, δια αγοράς, σε χέρια βασιλικού καφετζή. Ο προηγούμενος, πουλώντας τα πάντα, μετοίκησε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη.
Μόλις περάσανε μέσα οι οχτροί… μετά τα καλωσορίσματα από τα γέρικα χέρια της γριούλας, άρχισαν οι παραγγελίες. Η γριά τα είχε χαμένα πέρα για πέρα! Πρώτη φορά της είχε τύχει τόση πελατεία αυτοστιγμεί. Κι όταν άκουσε για κάτι παράξενους καφέδες, τύπου, εσπρέσο, φραπέ, νες, κλπ, τους είπε πως είχε μόνο κριθαρένιο, αλλά κι απ’ αυτόν ελάχιστη ποσότητα.
Κάποιος ρώτησε για τρίτη φορά:
«Πού είναι ο παππούς γιαγιά; Αυτός θα ξέρει σίγουρα από μοντέρνους καφέδες για να μας τους κάνει. Κι όσο για τα ποτά, μπορείς να μας τα σερβίρεις κι εσύ! Τι έχεις;».
«Μόγκι πουρτουκαλάδις γιε μ’ κι αναψυχτικά…».
«Για τον παππού δεν θα μας πεις πού βρίσκεται τελικά;» (Λες να έχει πεθάνει κύριε Γιώργο, είπε ο Νίκος ψιθυριστά).
Αυτήν τη φορά άκουσε και υπάκουσε η γιαγιά λέγοντας:
«Ου πάππους αρμέγει τα γίδια κάτ’ στου κατώι. Μόλις τα έφιρι ου αλβανός απου τ’ βουσκή».
«Μωρέ ζαγαρίσια ακοή η γιαγιά!» είπε ο Νίκος.
«Μη φωνάζεις! Θα μας ακούσει πάλι…».
«Θα πας να τον φωνάξεις γιαγιά;».
«Αχά!…».
Η γιαγιά επέστρεψε νωρίς, αλλά τους είπε πως ο παππούς θα αργούσε αρκετά!
«Γιατί γιαγιά; Πόσα γίδια έχετε;».
«Τρία!».
«Και πόσοι είστε στο χωριό όλοι κι όλοι;».
Μι τουν Μπασκίν τρεις. Κι μι τ’ Μόζα τέσσιρις! Κι μι τα Μπασκινούλια έντικα!».
«Γιαγιά, αφού το μαντρί είναι τόσο κοντά, δεν πετάγεσαι ακόμα μια φορά να του πεις πως βιαζόμαστε, και πως ήρθαμε να σας πούμε για την βοήθεια των κτηνοτρόφων;».
Δεν αρνήθηκε η γιαγιά! Όταν επέστρεψε και πάλι τα μαντάτα ήταν πολύ χειρότερα. Να τις τους είπε: Πως ο παππούς ξεγεννούσε μια γίδα!».
Οπότε ο υποψήφιος βουλευτής τους λέει:
«Πάμε να φύγουμε! Δεν αξίζει τον κόπο για δυο ψήφους! Στο άλλο χωριό μας περιμένουν πολύ περισσότεροι…».
«Γιατί δυο; Τέσσερις είναι!».
«Μα οι αλβανοί δεν ψηφίζουν στην Ελλάδα!».
«Ποιος το είπε; Άκουσα πως πήραν τα δικαιώματα και σκοπεύουν να πάρουν και το χωριό, όταν φύγουν οι γέροι… Τα παιδιά με τα εγγόνια τους δεν πάτησαν ποτέ στο κάτω Παρτάλι!…».
«Γιώργο; Τι κοιτάς τόση ώρα στον πίνακα; Μήπως κλέβουν ρεύμα γι αυτό έβαλαν την κουρτίνα; Εσύ, ως ηλεκτρολόγος, σίγουρα κάτι ψυλλιάστηκες!».
«Έλα να δεις κι εσύ».
Κοιτάζει ο Νίκος και τι να δει! Τον βασιλιά Κωνσταντίνο με την Άννα Μαρία σε κορνίζα.
Οπότε ο υποψιασμένος ρωτάει τη γιαγιά:
«Πώς σε λένε γιαγιά;».
«Μαρία!».
«Σκέτο;…».
«Μι είπι ου εγγονός να μη μαρτυρώ του άλλου όνομα, για να μη χάσουμε τ’ν πελατεία!».
«Ορκίζομαι πως θα το κρατήσω μυστικό! Για πες το;».
«Άννα Μαρία! Μι βάφτιση ου βασιλιάς όταν ήταν ακόμα πιδί. Αυτόν ψηφώ ντάιμα!»
«Και τώρα που πέθανε τι θα ψηφίσεις;».
«Πάλι του βασ’λιά!»
«Γιατί; Αφού η βασιλεία καταργήθηκε!»
«Γιατί είνι ένα πρέπους!… Σαν καρπουστάλια όμουρφ!»
«Γιαγιά! Να βγάλεις το βασιλιά με τη βασίλισσα από την κορνίζα και να βάλεις τα εγγόνια σου».
«Πού θα τα βρω! Ούλα έφυγαν κι δεν ξαναπάτσαν ούτι τ’σ γιουρτές να μας γιδούν. Μας απόμ’καν μόγκι τα γίδια μι τ’ς αλβανοί πιδί μ’!».
«Και αφού ήσασταν με τον Αλέξη Τσίπρα, γιατί πήγατε με το βασιλιά; Τι θα σας προσφέρει ένας πεθαμένος περισσότερο;».
«Του καφινείου άλλαξι χέρια κι όχι ημείς! Αυτοί που μας του πούλτσαν κι έφυγαν στ’ν Ανθήνα ήταν πορδουευτικοί! Λύκους κακός ντε!…».
«Τώρα εξηγούνται όλα γιαγιά. Παιδιά! Φύγαμε! Δεν έχουμε δροσιά εδώ. Ακόμα και το σκυλί μας γαβγίζει φασιστικά».
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Δυστυχώς όμως πεθαίνουν οι έλληνες στην ύπαιθρο. Όταν ακούω την καμπάνα να χτυπά, αργά αργά, σαν το ρολόι της πόλης, ραγίζει η καρδιά μου! Ποιος γέρος ή γρια πέθανε πάλι! Λέτε να πεθάνει η Ελλάδα, και να την μνημονεύουν κάποτε όπως την Βαβυλώνα, την Φοινίκη, την Λυδία κλπ.
Αυτά θα συμβούν όταν θα πεθάνουν οι γέροι και μείνουν οι αλβανοί με τα εφτά αλβανάκια. Ο Μπασκίν θα είναι πρόεδρος, κι ο πληθυσμός ιμιτασιόν ελληνικός!
Γρηγορείτε! Χανόμαστε! Θα μας κάνουν μια χαψιά οι τούρκοι! Ούτε τα Ραφάλ θα μας σώσουν, κι ούτε ο Άγιος Ραφαήλ!
Με το σύνθημα: «Νέοι νόμοι νέα μέτρα, πέτα και καμία πέτρα» δεν πάμε μπροστά. Καμιά πέτρα δεν γυρίζει πίσω, κι ούτε σφαίρα. Αυτός που τις πετάει μένει πίσω!…
Υ.Γ. Να και η διαφορά ανάμεσα στο παλιό και το νέο Πασοκ. Με το παλιό πασοκ ο Σημίτης κουνούσε τα χεράκια του, σαν να σκούπιζε βιτρίνα χωρίς vitex. Όπως και η Ερντογάναινα σήμερα! Εύχομαι μετά τις εκλογές να πλένει τα βαμβακερά στο χέρι!
Το νέο «ΠΑΣΟΚ- κίνημα αλλαγής» χρειάζεται μεγάλες ταχύτητες για να καλύψει το χαμένο χρόνο. Η όπισθεν του Γεώργιου Παπανδρέου, με υπερυπουργό τον Θεόδωρο Πάγκαλο, χρειάζεται αντικατάσταση από πέμπτη ταχύτητα και πολλά γκάζια! Κι όταν ο πρώην υπερυπουργός έλεγε: Τώρα ψηφίστε ΝΔ! Πόσο ΠΑΣΟΚ ήταν!
Τι μας περιμένει ακόμα… Το μανιχέστο με τη μπροστούρα, χέσε μέσα και κατούρα!