Ο Βιαστικός
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Οι άνθρωποι, μετά από την μαζική αστυφιλία και την συγκατοίκηση σε πολυκατοικίες, παρότι ήρθαν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, δυστυχώς, απομακρύνθηκαν περισσότερο.
Έκοψαν την καλημέρα, κατάργησαν πλέον τις ονομαστικές γιορτές με τα πανηγύρια, τα διάφορα ήθη και έθιμα, και προσαρμόστηκαν βεβιασμένα στο νέο τρόπο ζωής.
Έγιναν αρκετά καχύποπτοι, μίζεροι, αρρωστημένοι ζηλιάρηδες, φθονεροί, κακόπιστοι και υποψιασμένοι τους πάντες και για πάντα… Κλειδαμπαρώνονται διπλά και τριπλά και δεν ανοίγουν ποτέ την πόρτα, εάν πρώτα δεν αναγνωρίσουν τον επισκέπτη από το ματάκι της! Πόσο μάλλον τις καρδιές τους! Και ό, τι κάνουν, το κάνουν βιαστικά και με αβάσταχτο άγχος!
Για να είναι όμως κάποιος βιαστικός πρέπει να υπάρχει λόγος: Να θέλει να προλάβει κάποιο λεωφορείο. Να πάει στην δουλειά στην ώρα του. Να είναι συνεπής σε κάποιο ραντεβού. Να προλάβει τα καταστήματα ανοιχτά κλπ.
Ο κ. Ευριπίδης Βιαστικός… όμως, επίθετο κι αυτό, είναι βιαστικός και αφηρημένος παντός καιρού. Ενώ βγαίνει χαλαρά από την πόρτα του σπιτιού, μόλις μπαίνει πλέον στο ασανσέρ, για να πάει για περπάτημα, δένει τα κορδόνια εκεί μέσα! Όταν μπαίνει στο αμάξι, προσπαθεί να βάλει την ζώνη ασφαλείας ξεκινώντας!…
Κάποια μέρα του έφυγε το τιμόνι και βρήκε σε στύλο της ΔΕΗ. Να και το τίμημα της αφηρημάδας. Μόνο όποτε βρέχει, και έχει ξεχάσει να πάρει ομπρέλα, δικαιολογείται τόση βιασύνη. Να λοιπόν πώς του προέκυψε το παρατσούκλι του Βιαστικού. Κάποιοι τον λένε και σαύρα, αλλά επέβαλε τελικά αυτό του βιαστικού! Σιχαίνεται τα ερπετά!
Με τους από κάτω ούτε καλημέρα! Αιτία, η υποψία ερωτικού σκανδάλου μεταξύ του κυρίου Βιαστικού και της γειτόνισσας Ανδρομάχης. Για τον λόγο αυτό εκκρεμούσε μάλιστα και μετάθεση του κυρίου Δημήτρη στην Θεσσαλονίκη.
Ένα Σαββατιάτικο πρωινό ο Ευριπίδης θα πήγαινε για περπάτημα. Φόρεσε τα πάνινα παπούτσια με τα μεγάλα κορδόνια, βρίζοντας χυδαία την Αντίντας που δεν τα έκανε παντοφλέ. Κάλεσε το ασανσέρ και, μέχρι να έρθει, άρχισε να δένει τα κορδόνια του σκυφτός. Μόλις τράβηξε την πόρτα και πέρασε μέσα, δένοντας το δεύτερο παπούτσι, ο θάλαμος άρχισε πλέον να κατεβαίνει χωρίς να δώσει εντολή! Σηκώνεται όρθιος και ξαφνικά ακινητοποιείται! Παγώνει! Αντίκρισε φάτσα κάρτα τον πιο μισητό άνθρωπο του πλανήτη. Τον κύριο Δημήτρη! Τον γείτονά του Κερατά!… Αυτό το παρατσούκλι κυκλοφορούσε με φειδώ! Ήταν το εξ απορρήτων! Τον είδε σαν χαρτί τράπουλας και το οποίο μόλις το είχε τραβήξει τον είχε κατακάψει…
Μετά από κάποιο ξερό βήξιμο καλεί την πυροσβεστική. Και μέχρι να έρθει, ο κύριος Δημήτρης σπάει τον πάγο της σιωπής και ζητά κάποια εξήγηση για την παρεξήγηση. Ενώ όλες τις προηγούμενες φορές ο κύριος Ευριπίδης δε δεχότανε κουβέντα! Έφευγε μακριά! Τώρα όμως δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Τον είχε καθηλώσει η βλάβη.
Η απάντηση του κ. Βιαστικού έγινε στη γλώσσα των μουγκών και μάλιστα χωρίς τις κλισέ χειρονομίες. Τουτέστιν μουγκαμάρα!… Δεν δεχότανε καμιά απολύτως εξήγηση. Μετά όμως από επιμονή του κυρίου Δημήτρη, άνοιξε επί τέλους το στόμα του και έστρεψε την πλάτη, αυτήν την φορά προς την πόρτα του ασανσέρ, λέγοντας:
«Δημήτρη! Τη μέρα που ήμουνα βάρδια, και επέστεψα στις τρεις η ώρα τα χαράματα, εκτάκτως, τι δουλειά είχαν τα παπούτσια σου έξω από την πόρτα μας!… Ευτυχώς τα είχες ξεχάσει. Γιατί, εάν σε προλάβαινα μέσα στο ασανσέρ, θα ήμουνα στη φυλακή τώρα. Ετούτη η φυλακή στο ασανσέρ είναι προσωρινή…
Όση ώρα σταμάτησαν να μιλούν, κάποιοι γείτονες υποψιάστηκαν ακόμα και φονικό.
Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν η κυρία Νίκη. Η σύζυγος του κυρίου Δημήτρη. Του βάζει να ακούσει ανοιχτή ακρόαση και, ούτε λίγο μα πάρα πολύ, θα διαπιστώσει πως η πέτρα του σκανδάλου ήταν η κυρία Πετρούλα του πρώτου ορόφου.
Να τι είχε συμβεί ακριβώς: Η κυρία Νίκη ζήλευε αφάνταστα το σύζυγό της Δημήτρη. Κι επειδή φοβότανε μην τυχόν τα μπλέξει με την πανέμορφη Ανδρομάχη, έβαλε την Πετρούλα να αφήσει τα παπούτσια του Ευριπίδη έξω από την πόρτα.
Η κυρία Νίκη είχε καταγράψει ό,τι ενοχοποιούσε μόνο την κυρία Πετρούλα! Κι αφού παρεξηγήθηκαν, προφανώς γιατί δεν της έδωσε τα συμφωνημένα, την πρόδωσε. Κι όλα αυτά από την ζήλια. Μια δυαδική ζήλια η οποία είχε ως έρεισμα ακόμα και τους ορόφους της πολυκατοικίας! Στον πρώτο όροφο ήταν η κυρία Πετρούλα. Στο ρετιρέ η κυρία Ανδρομάχη. Και για να μην ξανασυμβεί και κάτι παρόμοιο, ο κύριος Δημήτρης ορκίστηκε πως δεν θα άφηνε ξανά τα παπούτσια έξω από την πόρτα τους!
Έτσι αποκαλύφτηκε η βρώμικη συναλλαγή. Έτσι επιβεβαιώθηκε και η αθωότητα του κυρίου Δημήτρη!
Αυτό ήταν. Και πάλι αγαπημένοι ο Ευριπίδης με το Δημήτρη. Και πάλι κολλητοί. Όχι όμως και η κυρία Πετρούλα με την κυρία Ανδρομάχη. Και αφού οι δυο φίλοι δεν χορταίνανε πλέον κουβέντα, παρακαλούσαν να αργήσει η πυροσβεστική για να τους απεγκλωβίσει. Και σε λίγο:
Γουί γουί γουί!
«Να τοι έρχονται Δημήτρη… Άλλο; Πως τα πας με το τσιγάρο! Αυτήν την φορά θα το κόψεις οριστικά;…».
«Άμα κόψεις κι εσύ το κουμάρι! Και δε μου λες, για περπάτημα πας! Βρέχει έξω. Δεν πάμε για κανένα τσιπουράκι να τα πούμε με την ησυχία μας!».
«Ντακ ντακ ντακ: Από την πυροσβεστική είμαστε κύριοι! Δεν υπάρχει βλάβη!…».
«Με την ησυχία σας παιδιά. Ψάξτε καλύτερα. Δεν βιαζόμαστε. Βρέχει έξω…».
Για πρώτη φορά στη ζωή του δε βιαζόταν καθόλου ο κύριος Βιαστικός. Όλα τα έκανε βιαστικά και με άγχος. Με την μπουκιά στο στόμα έφευγε για το καφενείο. Βιαστικά περπατούσε, σαν τους αθλητές βάδην. Βιαστικά εργαζότανε. Βιαστικά έτρωγε λες και θα του παίρνανε το πιάτο. Βιαστικά έκανε ακόμα και έρωτα. Να τι άλλο δεν έκανε βιαστικά. Παραλίγο να το ξεχνούσα: Αργοπέθαινε…
«Ντακ ντακ ντακ! Κύριοι, αφήστε την κουβέντα και ακούστε με προσεκτικά».
«Καλά μωρέ, κάντε δουλειά σας να πούμε… Δεν βιαζόμαστε σας είπαμε».
Πότε να τελειώνανε κουβέντες ολόκληρων μηνών! Από κολλητοί είχανε καταντήσει άσπονδοι εχθροί! Και τώρα πάλι αδερφωμένοι. Πάλι δυο δυο σαν τους Χιώτες!
«Ντακ ντακ ντακ! Κύριοι! Με ακούτε! Μήπως έχετε το διακόπτη κλειστό!».
«Έχετε δίκιο! Εγώ τον παρέσυρα όταν σηκώθηκα απότομα μέσα στο ασανσέρ. Καλά μωρέ θα τον ανοίξουμε! Σε ποια κατεύθυνση να τον γυρίσω…».
«Προς τα πάνω!… Δεν είναι ηλεκτρική κουζίνα κι ούτε πλυντήριο κύριοι! Δυο θέσεις υπάρχουν. Πάνω και κάτω…».
«Προς τα πάνω και θα κατεβούμε;… Έλεος…».
«Ναι!… Κι αν δεν κατεβείτε γυρίστε τον προς τα κάτω…».
«Αυτή, πάνω κάτω, θα ήταν βλάβη!… Έτσι δεν είναι».
«Άντε για! Κι άλλη φορά να μη σηκώνεστε απότομα μέσα στο ασανσέρ…»
Πάτησαν το διακόπτη, στενοχωρημένοι για τη διακοπή της κουβέντας και τη βιασύνη του ασανσέρ! Κι ενώ κάποιοι περιμένανε να τους δουν να αλλάζουν κατεύθυνση, σαν πρώην εχθροί που ήταν, τους είδαν αγκαζέ σαν ερωτευμένους πιγκουίνους!
Τράβηξαν βιαστικά για το τσιπουράδικο για να τα πουν και να χορτάσουν κουβέντα με την ησυχία τους. Τι βιαστικοί ήτανε πλέον και οι δυο!
Κι όλη την ζημιά την είχε προκαλέσει το αυθαίρετο σήκωμα του διακόπτη! Κι όμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Χάρη στο διακόπτη οι άλλοτε άσπονδοί εχθροί είχαν γίνει και πάλι αχώριστοι φίλοι.
!


