συμπλευση

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

vandal

Ο τρυγητής

     Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας

Τον μπάρμπα Βαγγέλη δεν τον συγκινούσε ο τρύγος, Ούτε και το ζουμί των σταφυλιών που σιγοβράζουν μέσα στο βαρέλι των διακοσίων κιλών,  και ονομάζουν μούστο! Προτιμά το μπαγιάτικο και παλιό κρασί. Κι αφού του το είχε κόψει ο γιατρός, λέγοντάς του πως εάν συνεχίσει να πίνει με αυτόν το ρυθμό θα πάθει κύρωση ήπατος, να τι έκανε. Κατέβαινε κρυφά στο υπόγειο, και αφού γέμιζε την κανάτα έριχνε το κρασί στο ποτήρι και  έπινε. Και όταν άδειαζε η κανάτα, τότε την έβαζε κάτω από την κάνουλα και περίμενε μέχρι να γεμίσει.

Ξαφνικά ακούει φωνές. Βγαίνει έξω, και του λένε πως το σκυλί τους είχε φάει τα λουκάνικα που ήταν κρεμασμένα έξω από το παράθυρο. Να και η  κουβέντα που τους αποπροσανατόλισε για αρκετή ώρα. Κι αντί να τρέξει  γρήγορα, να κλείσει την κάνουλα, έσπευσε προς αναζήτηση του σκυλιού για να το τιμωρήσει. Μόλις το έπιασε, το έδεσε από κάποιο δένδρο και το ρήμαξε στο ξύλο. Να τι του έλεγε: Άμα θέλεις φάε ξανά λουκάνικα!

Ξαφνικά ακούει μια στεντόρεια φωνή από τον κάτω μαχαλά:

«Έι μπάρμπα Βαγγέλη! Τι νωρίς σφάξατε το γουρούνι; Ακόμα δεν μπήκε ο Δεκέμβριος! Το αυλάκι βάφτηκε κόκκινο από το αίμα!… Δεν το είδατε;

«Έχει γούστο! Έχει γούστο!» μονολογούσε, ενώ οι ψύλλοι είχανε κάνει φωλιά στ’ αυτιά του!

Πώς να είχε γούστο, αφού το γουρούνι τους ήτανε ακόμα ζωντανό! Και παρόλα αυτά, κατέβηκε παρακάτω για να δει τι συμβαίνει!

Το αυλάκι ήτανε κατακόκκινο, ενώ η μυρωδιά του κρασιού του τσάκισε την μύτη!

Να λοιπόν η κλήση της νυφούλας του, και την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για τα λουκάνικα που τους είχε φάει ο Γκούντρας, και την αφηρημάδα να

ξεχάσει να βάλει το κουφοτύλι* στην οπή για να μην χυθεί το κρασί!

«Για για έλα δω κυρία Λουκανίτσα! Γιατί δεν έβαλις το κουφοτύλ στ’ν τρύπα τσ’ κάνουλας κι χύθ’κι όλου το κρασί! Έφτασι μέχρι τουν κάτ’ του μαχαλά! Τριακόσια κιλά κρασί κι του πίν τώρα τζιάμπα τα μυρμήγκια!».

«Πατέρα! Το κουφοτύλι το έβαλα. Θυμούμαι καλά. Να ορκιστώ κιόλας! Εσύ όμως έβγαλες τελευταίος κρασί στο κατώι! Μήπως είχες παραπιεί κι   δεν θυμάσαι εάν είχες βάλει το κουφοτύλι στην τρύπα της κάνουλας;».

«Κουντή η νυφ, για κι του μέτρου! Μι συγχωρείς Λουκανίτσα μ! Ισύ δεν  είσι κουντή! Έκαμα αλάθουν! Πάμι κατ’ στου κατώι για να ιδείς κι μι τα γκαβάς που δεν έβαλις κουφουτύλι στ’ν τρύπα!

Μια και δυο, τρεις και πέντε, φτάσανε κάτω στο υπόγειο. Κοιτάζουν και δε βλέπουν πουθενά κουφοτύλι! Να λοιπόν πώς είχε χυθεί όλο το κρασί και είχε φτάσει μέχρι τον κάτω μαχαλά! Έξω φρενών λοιπόν ο παππούς.

Και η κυρία Λουκά Νίτσα του έστειλε τελεσίγραφο με το στόμα και στη νοηματική γλώσσα των κωφάλαλων:

Κύριε Βαγγελάρα! Αν μου πεις ξανά Λουκανίτσα, και όχι Λουκά Νίτσα, και μάλιστα κυρία, ο γιόκας θα πάρει δρόμο! Και μη φανταστείς κανένα μονοπάτι; Αούτομπαν χωρίς γυρισμό! Και αιτία διαζυγίου: Κοφοτύλιον!

Ο μπάρμπα Βαγγέλης υποψιάστηκε δολιοφθορά. Τάχα αφήσανε σκόπιμα ανοιχτή την κάνουλα για να χυθεί το κρασί, και πετάξανε το κουφοτύλι… Και όλη αυτή η ενέργεια είχε ως σκοπό να μη πιεί ξανά κρασί ο παππούς, αφού του το είχε κόψει ο γιατρός διά πυρός και σιδήρου! Αναφανδόν για  κύρωση ήπατος, και επικύρωση θανάτου!

Ο παππούς δεν πείστηκε και κάλεσε την αστυνομία για δολιοφθορά. Να και ο Μπασκίν Φίνο! (Και Μπασκίνας και Φίνος.  Παρατσούκλι έλληνα αστυνομικού) Ο Μπασκίν θα αναλάμβανε την εξιχνίαση του σκανδάλου! Ήγουν, κλοπή κουφοτύλιου εξ υπογείου! Και τα κατάφερε ο Ζαβλάνιας!

Να τι είχε συμβεί. Αφού ο παππούς είχε τζουφνίξει μπόλικο κρασί από την κανάτα, δεν έβλεπε ούτε το βαρέλι! Πολλώ δε μάλλον την τρύπα ίνα  χώσει εντός της το κουφοτύλιον. Και αντί να το μπήξει στην οπή, το είχε μπήξει σε μια από τις χαραμάδες που αφήνουν οι πλίνθοι ανάμεσά τους!

Οπότε η Λουκανίτσα αναθάρρησε και είπε στον πεθερό της: Κοίταξε που το έβαλες βρε πατέρα το σουβλί! Καλά που ήρθε η αστυνομία, αλλιώς σε  είχα ικανό να φτάσεις μέχρι και τον Άρειο Πάγο χειμωνιάτικα!

Να και το πόρισμα του ενωμοτάρχη Ζαβλάνια εις άκραν καθαρεύουσαν:

Ο υπερήλιξ γέρων, γκαβούλιακας ολκής, ρούκωσε άνευ χρονοτριβής το κουφοτύλιο ταύτο εις αυθαίρετον οπήν!… Τουτέστιν, εις χαραμάδαν ήτις ενυπάρχει μεταξύ δύο πλήνθων!».

Τον διακόπτει ο παππούς και του λέει:

Κύρ χωροφύλαξ, τι είνι η αφθέριτρους οπήν;

Τι να του έλεγε τώρα; Του είπε όμως:

Οπή λέγεται, και όχι οπήν κύριε Ευάγγελε!… Κατάλαβες;».

«Άκα;».

«Έχιδνα άμα είναι!… Κατάλαβες;» για να μην καταλάβει πως εννοούσε την οχιά.

«Τώρα κατάλαβα!… Βέβια!… Για αγράμματου μι πέρασις;».

«Κι αφού κατάλαβες, τώρα ξέρεις! Όταν θέλεις να βγάλεις κρασί από το βαρέλι δεν θα υποχρεώνεσαι στην αφηρημένη Λουκανίτσα! Και μόλις γεμίζει η κανάτα, θα βάζεις το κοφοτύλιον εις την οπήν! Κατάλαβες;»

«Άκα!».

«Πάλι άκα! Θα βάζεις το κουφοτύλι στην τρύπα! Ελληνικά μιλάω!».

«Έτς πε χρυσόστουμι κι μ’επριξις μι τ’ν άλγιβρα! Ιγώ δεν πήγα ντιπ κατά ντιπ στου σκουλιό!».

«Αλλά με μεγάλη προσοχή! Μόλις γεμίζει, πλέον, η κανάτα δεν ξεχνάμε ποτέ το κουφοτύλι! Εντάξει;».

«Κι τι είνι αυτό του πλιέουν!».

«Πλεούμενο!…».

«Τούξιρνα, αλλά μι διάφυγι…».

«Εσύ ένα δεν θα ξεχνάς ποτέ. Το κουφοτύλιον εις την οπήν!… Γκέκε;».

«Άιντε πάλι!… Μια να του βάνου στην οπήν! Κι μια στην τρύπαν! Πόσις τρύπις έχει του κουφουτύλ δε μι λιες; Μόγκι μι μία τρύπα, κι τ’ν αστόϊσα ανοιχτή κι χύθκι όλου του κρασί! Άει παράταμι κι ισύ κι οι τρύπις μαζί!».

*Κουφοτύλιον. Ξύλο με οπή, δέκα εκατοστών περίπου, το οποίο επείχε θέση κάνουλας. Την οπή αυτή την κλείνανε με ένα ξύλινο σουβλί για να μην υπάρχει περίπτωση διαρροής.  Κι αν κάποιος το έβαζε σε ντουβάρι, σαν τον μπάρμπα Βαγγέλη, ήτανε πιο ντουβάρι κι ο ίδιος!