Λουί Βουϊτόν…
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Η γιαγιά η Λουίζα, Λουί την λέει η εγγονή της για να ακούγεται πιο μοντέρνα, δεν είπε ποτέ όχι στις απαιτήσεις της μικρής, ούτε η μικρή αρνήθηκε κάποιον ορισμό της. Όπου κι αν την έστελνε. Η τελευταία απαίτησή της ήτανε για να της πάρουν την τσάντα Λουί Βουητόν, όπως την έλεγε η μαμά της η κυρία Ευλαμπία! Να μην γινόταν έγινε θέμα ρήξης μεταξύ μάνας και κόρης. Κι όταν δεν υπάρχει σημείο προσέγγισης, να και η Χάγη! Για Ο.Η.Ε όμως κι αλίμονο… ούτε καν συζήτηση! Είναι δυνατόν να κάνεις τράμπα με έναν ταμαχιάρη Τράμπ!… Αυτός θέλει όλον τον πλανήτη δικό του! Με την Τράμπαινα όμως κάτι να γίνεται!…
Όταν το φλέγον αυτό θέμα έφτασε στην οικογενειακή ολομέλεια, και η κυρία Ευλαμπία δεν ήθελε, ούτε να ακούσει για αγορά μιας τσάντας η οποία κόστιζε τρεις χιλιάδες ευρώ ξεσήκωσαν την γειτονιά με τις φωνές. Ακουγότανε μέχρι το Μπούρινο. Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν!
Κλάμα η μικρή. Φωνές η μαμά. Και η γιαγιά ανέλαβε πλέον θέση πυροσβέστη λέγοντας. Η αγγουνούλα μ’ έχει του όνουμά μ’ κι θα του χαλάσου του χατήρ! Πόσου καμ’ αυτήνια η τσιάντα μωρ θυγατέρα μ’;».
«Τρεις χιλιάδες ευρώ μάνα, και πού να τα βρω!…».
«Πάρτην κι θα τ’ν πληρώσου ιγώ αφού η αγγουνή μ’ έχει του όνουμά μ’»
Η γιαγιά έβαλε το χέρι κρυφά μέσα στο μαξιλάρι, πήρε τρεις χιλιάδες δραχμές και της τις έδωσε.
«Πού τα βρήκες αυτά τα λεφτά μάνα;»
«Να μη σι νοιάζ’…».
«Με αυτά δεν αγοράζουμε ούτε το λουρί. Δεν πιστεύω να έχεις κι άλλα!»
«Να μη σι νοιάζ’…
«Το ξέρεις πως αυτά τα λεφτά δεν περνάνε τώρα! Καταργήθηκαν!».
«Ιτότις βάστα τ,ν καρδιάς και θα σι δόκου κι απ’ τα κινούργια!».
Η γιαγιά έχωσε το χέρι πάλι μέσα στο μαξιλάρι της, φανερά αυτήν την φορά, έβγαλε τις τρεις χιλιάδες ευρώ και τις έδωσε στην εγγονούλα της την Λουί!
«Γι’ αυτό μάνα δε με άφηνες να πλύνω την μαξιλαροθήκη! Να γιατί βουίζουν τώρα τα αφτιά μου! Από την τσάντα Λουί Βουητόν! ».
Την επομένη εξαφανίστηκε η τσάντα Λουί Βιτόν από το σπίτι τους! Βούιξε όλη η γειτονιά! Ποιος να την είχε πάρει άραγε; Ποιον να ρωτούσαν; Ακόμα και στον αγροφύλακα απευθύνθηκαν. Και να τι είπε ο καψερός, όταν τον ζαλοτίναξε η κυρία Ευλαμπία λέγοντας:
«Άν δεν βρεις τον κλέφτη που πήρε την τσάντα Λουί Βιτόν της εγγονούλας μου, να πας να βρεις τόπο να ζήσεις!».
«Εγώ είμαι μόνο για το περιεχόμενο των τσαντών. Αν π.χ είχε μέσα αχλάδια, σταφύλια, κεράσια, καρύδια κλπ και σας τα κλέψανε!».
Σιγά να μη είχε και μπανάνες ντραγάτη! Θα σε κάνω μήνυση για παραμέληση καθήκοντος. Κι άμα είχε μπλεγμένος και με τον Ο.ΠΕ.ΚΕ.ΠΕ, την έχεις άσχημα!…
Και να η γιαγιά, ερχότανε από το περιβόλι. Είχε πάει για να μαζέψει ώριμα αχλάδια να κάνουν πετιμέζι. Ήτανε τόσο βαριά φορτωμένη με μια τσάντα από τον ώμο της, που την έκανε να γέρνει αριστερά από το βάρος. Τρέχει λοιπόν η Λουί να της πάρει την τσάντα και τι να δει! Την Λουί Βιτόν να στάζει χυμό ώριμων αχλαδιών! Τρελάθηκε! Πιάνει την γιαγιά της από τους ώμους, και καθώς την ταρακουνά για την ιεροσυλία αυτή, να χρησιμοποιήσει δηλαδή την πανάκριβη τσάντα Λουί Βιτόν για τορβά, η γιαγιά πέφτει κάτω και χτυπάει στο κεφάλι.
Στο νοσοκομείο την συνεφέρανε οι γιατροί, αλλά δεν είχε ξεφύγει πλέον και τον κίνδυνο. Η εγγονή της πήγε να τη δει και, την ώρα που την φιλούσε κλαίγοντας, η γιαγιά της είπε ένα μυστικό. Προφανώς και για άλλα κρυμμένα ευρώ!
Την επομένη η Λουί ήταν τρισευτυχισμένη. Τα λεφτά που πήρε πίσω από το εικόνισμα έφταναν να πάρει είκοσι τσάντες. Έσπευσε και πήρε την ακριβότερη! Και πριν κάνει και τα υπόλοιπα ψώνια πέρασε από το νοσοκομείο για να ευχαριστήσει τη γιαγιά της.
Δυστυχώς όμως δεν την πρόλαβε ζωντανή! Η γιαγιά δεν άκουσε το τελευταίο ευχαριστώ από την εγγονούλα της! Άκουσε όμως η Λουί την τελευταία κουβέντα της γιαγιάς από τη νοσοκόμα. Από αυτήν η οποία της είχε κλείσει τα μάτια, και της είχε αναγγείλει το θάνατό της! Να τι της είχε πει η καημενούλα:
«Αδερφή! Έχω την καλύτερη εγγονούλα του κόσμου. Δεν έφταιξε σε τίποτα αυτό, Να με φιλήσει ήθελε και σκόνταψε…».
Η νοσοκόμα δεν άντεξε. Όσο κι αν προσπάθησε για να κρύψει την συγκίνηση.
Έκλαψε σαν μικρό παιδί! Κι ας είχε σκληρύνει τόσο πολύ από αυτά τα οποία έβλεπε καθημερινά στο νοσοκομείο.
Ψυχούλα μου! Φοβήθηκε μην τυχόν και της καταλογίζανε φόνο εξ αμελείας…
Η Λουί όμως κάθε φορά που θα θυμάται τη λερωμένη τσάντα, μάρκας Λουί Βουητόν θα βουίζουν τα αφτιά της από τις τύψεις. Να γιατί με όλα τα υπόλοιπα λεφτά θα της κάνει έναν αξιοπρεπέστατο τάφο! Έναν τάφο μάρκας Λουί Βιτόν… για να ζηλέψουν ακόμα και οι νεκροί!
Να και η εντολή στον μαρμαρά, ο οποίος θα φιλοτεχνούσε ένα τάφο εφάμιλλο αυτού του Χαλεπά. Να και η αφιέρωση:
Στην Λουί! Την καλύτερη γιαγιά του κόσμου.
Υ.Γ. Όταν οι γείτονες είδαν το φονικό όργανο σε τσάντα… να τι είπαν:
Καλέ! Αυτή είναι πλέον η περιβόητη τσάντα Λουί Βιτόν!!!! Και ποιος δεν θα την έπαιρνε για να μαζέψει αχλάδια! Άκου έχει τρεις χιλιάδες ευρώ! Ούτε δυο ευρώ δεν θα έδινα εγώ… Σε παρόμοια τσάντα έβαζε ο παππούς μου την ταγή στο μουλάρι!
Η κουβέντα όμως, και η οποία παραπέμπει στην παροιμία: Θα σου μάθω εγώ πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, θα διασκευαστεί, θα εκμοντερνιστεί και θα γίνει: Θα σου μάθω εγώ πόσα απίδια παίρνει η Λουί Βιτόν!… Κι αφού τα απίδια της γριούλας ήταν παραγινωμένα, είχαν σπάσει το ρεκόρ χωρητικότητας! Είχαν γίνει πετιμέζι …
H τρανή Ελένη
Κάθετε και κλαίει
Την καλή γιαγιά της
Που για όλα φταίει!….


