Η κλοπή της πίτας
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Να δείρει ο δάσκαλος κάποιο παιδί είναι ο κανόνας. Να δείρει όμως το παιδί κάποιον δάσκαλο σπανίζει! Για τον Μίμη όμως είναι, εκ των ων ουκ άνευ!
Μόνο ο Μίμης, ο συμμαθητής, ξάδερφος και χωριανός μου θα μπορούσε να κάνει κάτι παρόμοιο. Να δείρει δηλαδή ακόμα και τον δάσκαλο Αριστοτέλη Ντίνο!
Βρισκόμασταν στην έκτη δημοτικού και περιμέναμε να σχολάσουμε για να πάμε στο σπίτι μας για φαγητό! Σιγά το πρωινό που είχαμε φάει, αφού το στομάχι μας γουργούριζε σαν την δεκαοχτούρα!
Ο δάσκαλος για πρώτη φορά μας έκανε μάθημα όρθιος κι ο Μίμης αγωνιούσε να τον δει καθιστό στην άνετη πολυθρόνα του. Γιατί άραγε; Κάντε λιγάκι υπομονή!
Μόλις ο δάσκαλός προσγειώθηκε στην πολυθρόνα, απογειώθηκε ως πύραυλος Σπούτνικ. Η γόμωση αποτελούνταν από μπόλικα καρφάκια τοποθετημένα κατάλληλα για να προκαλέσουν αρκετές ενέσεις στον πισινό του άμοιρου δάσκαλου.
Κι αρχίζει η ονομαστική απολογία για την εύρεση του δράστη:
«Εσύ Μίμη έβαλες τα καρφιά;».
«Όχι κύριε! Μα την Παναγία!».
«Εσύ Ζαραλή έβαλες τα καρφιά;».
«Όχι κύριε! Μα το Χριστό».
Αφού εξαντλήθηκε η ανάκριση η τιμωρία θα ήταν συλλογική. Μετά το πέρας του ωραρίου ο δάσκαλος θα κλείδωνε την αίθουσα και θα έφευγε λέγοντας: Εάν δεν μου πείτε ποιος έβαλε τα καρφιά στην καρέκλα, θα φάτε για βράδυ μια και καλή!…
Ποιος τολμούσε να προδώσει το δράστη, αν και τον γνώριζε. Χίλιες φορές να τις έτρωγε από τον δάσκαλο με την βέργα, παρά από το βαρύ χέρι του Μίμη.
Οι κλοπές βρίθουν στην κοινωνία μας. Κάποιες από αυτές είναι αστείες. και κάποιες άλλες καταδικαστέες. Κάποιες εντελώς αθώες, όπως είναι η κλοπή φρούτων, όρα ο κλέφτης των ροδάκινων. Και κάποιες εγκληματικές, όπως κάποια διάρρηξη!
Η κλοπή όμως η οποία δεν έχει προηγούμενο, ίσως και επόμενο, αφορά κλοπή πίτας το Σωτήριο έτος 1958! Κι αφού πρόκειται για μοναδικότητα, θα χαιρόμουν εάν υπήρχε «Βιβλίο Γκίνες» εκείνη την εποχή για να καταχωρηθεί!
Εξηγούμαι λοιπόν. Πηγαίναμε στην έκτη τάξη δημοτικού και το πιο ζωηρό παιδί, ο φίλος μου και ξάδερφος Μίμης, χτυπιόταν στα ίσα με τον δάσκαλο Ντίνο!
Μια μέρα πήρε όλες τις βέργες και τις έσπασε. Μια άλλη έβαλε καρφιά στην καρέκλα του δάσκαλου και είχε κάνει τον πισινό του κόσκινο!
Να λοιπόν και η τιμωρία. Μόλις ήρθε η ώρα για να σχολάσουμε, ο δάσκαλος κλείδωσε την πόρτα από έξω και έφυγε.
Η πρώτη διαμαρτυρία προήλθε από το στομαχάκι μας. Είχαμε ξελιγωθεί. Λες και τι είχαμε φάει για πρωινό εκείνη την εποχή!
Ο Μίμης, ως υπεύθυνος για την τιμωρία μας, αποφάσισε να μας θρέψει. Πώς; Δεν μας είπε τίποτα. Έκανε όμως κάτι πολύ πανούργο! Έβγαλε ένα τζάμι, εξήλθε, το τοποθέτησε ξανά, και έγινε Στηβ Μακ Κουήν! Κάτι από Μεγάλη Απόδραση!
Η μάνα του Μίμη, η κυρα Γιώργαινα, είχε άλλη έγνοια. Περίμενε να ψηθεί η πίτα για να την πάει στους εργάτες που σκάβανε το αμπέλι τους. Η ώρα περνούσε και η πίτα ακόμα να ψηθεί. Σήκωνε κάθε λίγο τη γάστρα μέχρι που της είπε η γειτόνισσα:
«Κυρά Γιώργαινα! Ακόμα δε θα βγάλεις την πίτα! Ξελιγώθηκαν οι εργάτες!».
«Ας στραγγίσει λίγο ακόμα. Την θέλω να είναι καλοψημένη και τραγανή!».
Έμπαινε και ξανάβγαινε. Φόρτωσε τα υπόλοιπα πράγματα στο γάιδαρο μαζί με την μπούκλα και ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Μπαίνει στο σπίτι και πιάνει μια πολύωρη κουβέντα. Η φωνή ήταν άγνωστη, αλλά το κουτσομπολιό ενδιαφέρον!
Μόλις τελείωσε, βγήκε έξω βιαστικά για να πάρει την πίτα με τα υπόλοιπα πράγματα και να πάει στο αμπέλι.
Μόλις σήκωσε την γάστρα τι να δει! Δεν είδε τίποτα! Κάτω από την γάστρα ήταν μόνο η πυροστιά! Πίτα πουθενά! Ποιος την έκλεψε; Ποιος άλλος από τον Μίμη! Έτσι είπανε όλοι οι γείτονες!
Να κι ο αγροφύλακας. Του λέει για την κλοπή και τον καθιστά υπεύθυνο. Κι ο καημένος, μισός από την κυρά Γιώργαινα, να τι της είπε απολογούμενος:
Εγώ κυρά Γιώργαινα είμαι μόνο για τις ζημιές στα χωράφια και στο κλέψιμο των φρούτων!
Τον ζαλοτίναξε τον καημένο τον Αγροφύλακα και του είπε πως, εάν δεν βρει τον κλέφτη της πίτας, τότε να βρει τόπο για να ζήσει ο Λίκας από το Μικρό Σειρήνι!
Ο καθένας έλεγε την γνώμη του για τον κλέφτη. Κι όταν είπε κάποιος πως θα την είχε πάρει ο Μίμης ο ζημιάρης, ποιος είδε την κυρα Γιώργαινα και δεν φοβήθηκε.
Στάθηκε τυχερός που δεν μπόρεσε να τον αρπάξει γερά και της ξέφυγε. Τον τιμώρησε όμως λεκτικά:
«Ο Μίμης κι ο Μίμης! Ό, τι κακά γίνονται στο χωριό τα κάνει όλα ο Μίμης.
Το παιδί είναι φυλακή στο σχολείο! Ακόμα δεν τους άφησε ο δάσκαλος! Έχει πολλά ράμματα και η δικιά του η γούνα! Τα παιδιά ξελιγώθηκαν πιο πολύ από τους εργάτες!
Το σπίτι της κυρα Γιώργαινας ήταν κοντά στην πλατεία. Και μόλις ακούστηκε το κουδούνι όλοι οι γονείς έτρεξαν να πάρουν τα αποφυλακισμένα παιδιά γιατί είχε νυχτώσει.
Να λοιπόν ο Αραφάτ… με το καρό τραπεζομάντιλο στο κεφάλι σφυρίζοντας. Μόλις όμως αντίκρισε την μάνα του πήγε να το κρύψει χωρίς να προλάβει!
Να και η ερώτηση από την μάνα του Μίμη;
«Πού το βρήκες το τραπεζομάντιλο Μίμη».
«Φάγαμε την πίτα και το έφερα …»
«Μπράβο παιδάκι μου καλό. Τέτοια καλή πράξη μόνο εσύ μπορούσες να την κάνεις. Έδωσες τουλάχιστον και στα άλλα παιδιά!»
«Η μοιρασιά ήτανε δίκαιη μαμά!»
Κι όσο ο Γιώργαινα πλησίαζε το γιό της, άλλο τόσο απομακρυνότανε εκείνος.
Ο Μίμης πήγαινε πίσω πίσω. Και η μάνα του μπροστά μπροστά!…
Και μόλις τον βούτηξε, δεν μπόρεσε να τον πάρει από τα χέρια της ούτε και το μισό χωριό μαζί με τον Αγροφύλακα! Πολύ ξύλο! Τον είχε τσακίσει τον γιο της!
Όταν ο Μίμης αρρώστησε βαριά πήγα και τον είδα στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Εκεί αφηγήθηκε στην γιατρό την κλοπή της πίτας με κάθε λεπτομέρεια. Και η κυρία γιατρός μου είπε, πως θα ήταν ιδανική μια περιγραφή αυτής της κλοπής! Κι όταν της είπα πως είμαι συγγραφέας να τι μου είπε: Ό, τι καλύτερο κύριε, Μπάκας είπατε!
Να λοιπόν που ήρθε η ώρα αρκετά μετά τον θάνατον του Μίμη!
Ο Μίμης ήταν για μένα ένας αλλιώτικος Ζορμπάς. Τον έχω ικανό να δείρει ακόμα και τον Άγιο Πέτρο, εάν του κλείσει την πόρτα της Παράδεισος!
Ας αναπαύετε αιώνια η ψυχούλα του εκεί ψηλά! Για τα ψηλά είχε γεννηθεί!
Ξάδερφε Μίμη δεν σε ξεχάσαμε ποτέ! Κι ας λένε πως το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο! Το δικό σου ξύλο ήταν από πιξάρι! Ενίοτε έτρωγες ελάχιστες κι έριχνες πολλές! Ακόμα και στον δάσκαλο! Να γιατί σου άξιζε μια περίοπτη θέση στο βιβλίο Γκίνες!
Υ.Γ. Γιατί να μην ανακαλύψει η επιστήμη ένα G.P.S ψυχών για να βρίσκουμε όλους τους συγγενείς, τους φίλους, τους γνωστούς, και όλες τις τρυφερές υπάρξεις… εκτός από τον Τράμπ-Ακουλα! Και τον Μασκ-Αρά!… Έλεος…


