Από περιέργεια…
(γράφει ο Bαγγέλης Μπάκας)
Η περιέργεια των περαστικών είναι αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο. Αν γίνει κάποια φασαρία, μια αφύσικη συγκέντρωση ανθρώπων, ένα τρακάρισμα, κλπ, μελίσσι οι περίεργοι. Ενώ η αγανάκτηση των αστυνομικών οργάνων της τάξης, για την παρεμπόδιση του έργου τους, είναι αναμενόμενη. Να και η κλισέ παρότρυνση για απομάκρυνση των περίεργων:
«Σας παρακαλώ πολύ κύριοι! Κάντε λιγάκι στην άκρη να κάνουμε τη δουλειά μας! Γιατί μαζευτήκατε όλοι εδώ πέρα!… Έλεος…» είπε ο κύριος αστυνόμος
«Από περιέργεια…» λέει κάποιος και τους καλύπτει όλους.
Ακόμα κι ένας παπατζής μαζεύει κόσμο γύρω του. Κι ενώ τους διώχνει, για να μη γίνει στόχος η παράνομη δραστηριότητά του, και τον κάνουν τσακωτό, εκείνοι συνεχίζουν να παρακολουθούν το περίεργο αυτό παιχνίδι. Γιατί; Μα το είπαμε. Από περιέργεια!… Κι αφού έχουν λάβει, έστω νοερά, μέρος στο παιχνίδι, είναι περίεργοι να μάθουν εάν έχουν προβλέψει σωστά και τον παπά… Όχι το Νίκο Παπά του Σύριζα φυσικά… Αυτός είναι απρόβλεπτος!
Η περιέργεια όμως η οποία δεν έχει προηγούμενο, ίσως και επόμενο… είναι αυτή η οποία συνέβη στην είσοδο της πόλης των Γρεβενών από ανατολικά.
Στο γνωστό τρίγωνο των Βερμούδων… της γνωστής ανατολικής εισόδου της πόλης, τα γνωστά όργανα της τροχαίας στέλνανε δεξιά τους άγνωστους οδηγούς των οχημάτων για να κάνουν τον γνωστό έλεγχο.
Το μενού αυτής της εβδομάδας ήταν το αλκοτέστ! Και φυσικά, για να ακριβολογώ, οι οδηγοί οι οποίοι οδηγούσαν υπό την επήρεια αλκοόλ θα έτρωγαν… τη γνωστή κλήση σε μια κόλλα χαρτί. Λες και ήταν φαρσαλινός χαλβάς! Κι αν νομίζει κάποιος πως το τρίγωνο αυτό δεν έχει να κάνει με τις βερμούδες-παντελόνια, κάνει μεγάλο λάθος. Κι αυτό έπαιξε… Τρεις από τους οδηγούς φορούσαν βερμούδες.
Η κυρία Έλλη, η πανέμορφη τροχονόμος, τους σημάδευε με το ειδικό πιστόλι, τύπου ασεσουάρ… και τους έστελνε στην άκρη για τα περαιτέρω. Άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια κλπ.
Και να οι πρώτοι περίεργοι περιπατητές ανατολικά της Εδέμ! Κοντοστάθηκαν για να διασκεδάσουν την αγωνία κάποιων παραβατών και, παρά την προτροπή του αξιωματικού της τροχαίας να απομακρυνθούν, γυροφέρνανε άσκοπα στο χώρο. Γιατί; Από περιέργεια! Να μην το ξεχνάμε…
«Παρακαλώ πολύ κύριε, παρκάρετε στην άκρη δεξιά για το γνωστό τεστ…» είπε η κυρία Έλλη σε κάποιον οδηγό, ο οποίος φάνηκε να δυσανασχετεί, αν και η προτροπή ήταν ευγενέστατη.
«Είμαι εντάξει. Χθες το έκανα και το έβγαλα χωρίς κανένα πρόβλημα…».
«Ποιο κάνατε κύριε; Δεν σας καταλαβαίνω…».
«Το τεστ κοπώσεως…».
«Για αλκοτέστ μιλάμε… Φυσήξτε σας παρακαλώ και αφήστε το πνεύμα κατά μέρος! Μααάλιστα! Οκέι…».
«Μου το έχει απαγορέψει ο γιατρός το ποτό, κυρία τροχονόμε, αλλιώς…».
«Δε βλέπω καμιά γνωμάτευση στο μέτωπό σας… Λοιπόν: Άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια κλπ».
«Ορίστε…».
Όλα καλά. Κι όσοι ήταν εντάξει αποχωρούσαν χαρούμενοι πλέον και μάλιστα με την κατευόδωση των οργάνων της τροχαίας για καλό τους ταξίδι. Οι οδηγοί όμως οι οποίοι ήταν παραβάτες μουρμουρίζανε συγκαλυμμένα κάτι ακατάληπτες, έως χυδαίες, βρισιές.
Κάποιος οδηγός, υποψήφιος για το βιβλίο Γκίνες… όσο που στεκότανε όρθιος από το μεθύσι! Και μόλις έφτασε μπροστά στην κυρία τροχονόμο περίμενε με το στόμα ανοιχτό, λες και θα κοινωνούσε! Φυσικά το αλκοτέστ ήταν περιττό, αφού τρέκλιζε ο άνθρωπος, αλλά θα του το έκανε για τυπικούς λόγους. Πείτε το και από περιέργεια… Ήθελε να δει το βαθμό της μέθης! Με το που ακούμπησε ο παραβάτης το στόμα στο στόμιο, αποστόμωσε τους πάντες! Όλα κόκκινα!… Κι αντί να φυσήξει, τράβηξε μια πολύ βαθιά ρουφηξιά, λες και έπινε φραπέ με καλαμάκι.
«Δεν είναι ρετσίνα κύριε! Για ελάτε στην άκρη για τα καθιερωμένα…».
Η κυρία Έλλη έβγαλε το μπλοκ για να γράψει τα στοιχεία του:
«Λέγεστε παρακαλώ!…».
«Τι λελέγομαι…».
«Πώς σας λένε κύριέ μου! Ελληνικά μιλάω!…».
«Σου Σου… Σούλα με λένε… Εσένα;…».
«Υπάρχει τέτοιο ανδρικό όνομα;».
«Πρώτη φοφορά το ακούς; Ζησούλας… Σου Σούλας…». Εγωγώ είμαι ο Ζηζησούλας με το όνομα…».
«Ποιο όνομα κύριέ μου, που είστε εντελώς αστοιχείωτος…».
«Θα με πειπείς το όνομά σου ή θα φυφύγω!…».
«Έλλη… με λένε, και δεν έχετε να πάτε πουθενά!».
«Τότε… θεθέλεις σκότωμα!…».
Η τροχονόμος κάλεσε τον αστυνόμο κύριο Γιώργο Σιμόπουλο, ο οποίος ασχολούνταν με το ίδιο αντικείμενο στο αντίθετο ρεύμα, για να επιληφθεί μιας τόσο ακραίας περίπτωσης. Κυρίως να την προστατέψει από τη φονική προαναγγελθείσα απειλή:
«Κύριε προϊστάμενε, ο κύριος είναι τύφλα στο μεθύσι και με απειλεί με φόνο!…
Κι ο κύριος Γιώργος, απευθυνόμενος στον παραβάτη, του λέει:
«Απειλήσατε την κυρία με φόνο!…Είστε καλά!».
«Εγώ!… Το τρα… τραγούδι φταίει!… Δε λέει πως η Έλλη θέλει σκοκότωμα!…».
«Αυτό καλά κάνει και λέει, αλλά εσείς τι έχετε να μας πείτε για την κακουργηματική παράβαση, που οδηγείτε τύφλα στο μεθύσι! Μήπως είστε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης;…».
«Όχι!… Σούλα με λένε… Είμαι σισίγουρος γι αυτό! Το γράφει και η ταυτατότητα…».
«Δεν το πιστεύω! Για δώστε μου την ταυτότητά σας;».
«Δε… δεν έχω…».
«Την άδεια κυκλοφορίας…».
«Δε… δεν έχω…».
«Το δίπλωμα!…».
«Δε… δεν έχω…».
«Περάσατε ΚΤΕΟ;».
«Πεπέρασα, αλλά με βρήκαν πολύ χοχοληστερίνη… Για αλκοόλ δε γραγράφει τίποτα το χαχαρτί. Να! εδώ το το έχω…» και έβγαλε τις εξετάσεις αίματος από την τσέπη.
«Αυτό το ΚΤΕΚΤΈΟ… είναι για σας κύριε! Που να σας πάρει η ευχή, μπερδέψατε κι εμένα. Περάσατε ΚΤΕΟ μόνο το κορμί σας. Εγώ θέλω το ΚΤΕΟ του αμαξιού… Ασφάλεια;».
«Είσαι της Ασ… Ασ… Ασφαλείας;…».
«Της Τροχαίας είμαι… Το ίδιο είναι! Αλλά μη αλλάζεις κουβέντα…».
«Το τότε να ’ρθει η κυκυρία τρο…τροχαία… να με παπάρει τα στοιχεία».
«Άσε τα παπάρια τώρα και δώσ’ μου την ασφάλεια του αμαξιού! Άντε μη τα πάρω κρανίο!…».
«Δε… δεν έχω…».
«Δεν έχεις ούτε ασφάλεια! Δεν έχεις τίποτα μαζί σου και οδηγείς μεθυσμένος!…».
«Εγώ μεμεθυσμένος… Εγώ έχω να να πιω… Με πιαπιάνεις; Έχω να να πιω από τις τττρεις η ώρα το μεμεσημέρι… κλουκ…».
«Μα η ώρα τώρα είναι τρεις και τέταρτο! Οδηγώντας πίνατε; Το ξέρετε πως για τις παραβάσεις αυτές θα σας κλείσουμε μέσα και θα σας κατασχέσουμε και το αμάξι σας!… Πώς κυκλοφορείτε!…».
«Με τα ποπόδια…».
«Και πού είναι το αμάξι σας!…».
«Δε… δεν έχω…».
«Τι!!!… δεν έχετε αμάξι!!!… Και τι ήρθατε να κάνετε εδώ πέρα;…».
«Ήρθα από πεπεριέργεια… κλουκ. Είδα που γραγράφατε αυτούς που είναι πιωμένοι και είπα με την ευκαιρία να κακάνω κι εγώ ένα τετέστ για να δω που… πού βρίσκομαι! Με με έπιασες;».
«Αν δε σε έπιανα θα είχες σωριαστεί χάμω… Ακούμπησε στο αμάξι του κυρίου για να σου κάνω ακόμα ένα τεστ. Εεέτσι μπράβο…». Λες και θα του σφράγιζε δόντι. Κι αν δεν κρατούσε τη συσκευή κάπως μακριά, ίσως έδειχνε και τα μπουκάλια που είχε κατεβάσει από το πρωί ο μπεκρούλιακας…
«Τι λελέει το εργαλείο;… Πού βρίσκομαι κακαπετάνιε;…».
«Στο δρόμο για το πουπουθενά! Με παρέσυρες πάλι σε σαρδάμ να σε πάρει η ευχή».
Ο μεθυσμένος πήγε στο τοιχίο, λίγο πιο πάνω, όπου είχε αφήσει το μπουκάλι με τη ρετσίνα, κι αφού κατέβασε μερικές γουλιές για να στανιάρει, επέστρεψε να τακτοποιήσει μια ακόμα εκκρεμότητα. Και μόλις πλησίασε τον κύριο αστυνόμο, του είπε προβληματισμένος:
«Και δε μου λες κακαπετάνιε; Δεν σε ρωρώτησα; Πωπώς λέγεται αυτή η οδός που οδηγεί στο πουπουθενά!…
«Μακαρία!».
«Να είσαι κακαλά καπετάνιο…».
«Γιατί ρωτάς;…».
«Από πεπεριέργεια…» και χάθηκε στα γέλια.
Μετά από μερικούς ελέγχους να ’τον πάλι το μεθυσμένο!
«Κακαπετάνιο, ακόμα μια απορία. Η τετελευταία… Τι αριθμό έχει αυτή ο οοδός;».
«Τρία εξάρια!…».
«Έξ έξ έξ;…».
«Μαμάλιστα… Φτού γαμώ το… πάλι με κόλλησε».
Για να μην ξεχάσει o μεθυσμένος τον αριθμό, τον επαναλάμβανε μέχρι το τοιχίο. Και καθώς η επανάληψη αυτή ακουγότανε σαν να έλεγε, σεξ σεξ σεξ, όλοι όσοι τον ακούσανε κάνανε το σταυρό τους. Κάποιος μάλιστα εξέφρασε και έναρθρα την απορία του λέγοντας:
«Πρώτη φορά ακούω μεθυσμένο να μιλάει για σεξ…».
Ο Σούλας αγκάλιασε με το ένα χέρι το στύλο, που ήταν δίπλα του, κι αντί να γυρίσει την πλάτη προς τον κόσμο την έστρεψε προς το τοιχίο και άρχισε να ουρεί ανακουφιστικά. Ξαφνικά κάποιος άλλος περίεργος, συνδυάζοντας περιέργεια και παρατηρητικότητα, είδε το παντελόνι του να αλλάζει σταδιακά χρώμα, καθώς μούσκευε. Οπότε, πλησίασε το μεθυσμένο και του λέει:
«Με συγχωρείτε κύριε. Βγάλατε λάθος μάνικα… Με τη μεσαία κατουράνε…».
«Κι εσύ γιατί κοικοιτάς εμεμένα; Δε σε ενδιαφέρουν οι παπαραβάσεις των οδηγών;».
«Από περιέργεια…».
«Κακατάλαβα… Θα είσαι καμιά Βαβαλιανάκου…