Όταν δεν πάει άλλο …
Θα της μείνει αξέχαστη της κυρίας Μαρίας η επίσκεψη που έκανε ένα απόγευμα στο ίδρυμα, όπου είχε μεταφερθεί πρόσφατα η κυρά Δέσπω, η γειτόνισσά τους, η οποία της είχε δημιουργήσει ψύχωση με τη συμπεριφορά της.
Της έκανε πολύ συχνά καβγάδες και βγάζοντας όλο τότε το φθονερό υποσυνείδητό της της έλεγε λέξεις της κ.Μαρίας και χαρακτηρισμούς που την πλήγωναν βαθιά….
Αυτή σιωπούσε κι απέφευγε να συγκρουστεί μαζί της, αλλά εκείνη της είχε γίνει ο κακός της δαίμονας.
Ωστόσο δεν της έκοβε την καλημέρα.
Αυτή η καλημέρα όμως άναβε πιο πολύ την κακία της κυρά Δέσπως.
Της κακοφαινόταν.
Γιατί η Μαρία να είναι πάντα χαρούμενη και ήρεμη και στα δυσάρεστα ακόμη, που της συνέβησαν;
Γιατί τα δικά της παιδιά ζήλεψαν την κυρία Μαρία για μητέρα τους.
Αλλά και ο άνδρας της γιατί να μιλάει με καλά λόγια γι΄αυτήν;
Μήπως συμβαίνει κάτι ύποπτο;
Η Μαρία τη δικαιολογούσε ως ένα σημείο,
Πάλεψε ωστόσο πολύ να μη χαιρεκακήσει, όταν ήρθε καιρός που έμεινε μόνη της η κ.Δέσπω.
Ο άνρας της πέθανε και τα παιδιά της την εγκατέλειψαν, γιατί ήταν δύστροπη.
Και μάλιστα νωρίς νωρίς, μόλις παντρεύτηκαν, την πήγαν σε ίδρυμα.
Η κ.Μαρία λυπήθηκε.
Κι επειδή η υγεία της κυρά Δέσπως ήταν επισφαλής, θέλησε να την επισκεφτεί, για να μη φύγει απ΄αυτό τον κόσμο, ενώ δεν έχουν συγχωρεθεί.
Άλλωστε ο πνευματικός της αυτό της τόνιζε κάθε φορά.
Να μην αφήνουν το πάθος του μίσους και της κακίας να φωλιάζει στην ψυχή τους.
Ούτε να χρονίζει.
Γι΄αυτό νάτη τώρα μ΄ένα δωράκι στο χέρι μπαίνει στο θάλαμο της κυρα Δέσπως.
Αυτή δεν ξαφνιάστηκε.
Το έκανε κι άλλη φορά αυτό η κ.Μαρία.
Μόνο σαν την είδε, άρχισε να κυριεύεται από μια νευρικότητα.
Μια ανησυχία.
Της ανέβηκαν στην καρδιά όλα τα γιατί.
Ώσπου ξέσπασε και πάλι.
Μαζεύτηκαν όλοι οι τρόφιμοι.
Η Δέσπω ένιωσε να θριαμβεύει.
Μπροστά σε όλους κάρφωσε τη Μαρία με τρείς απαίσιους χαρακτηρισμούς.
Κι ένιωσε να χαίρεται από εκδίκηση.
Η Μαρία άρχισε να τρέμει ολόκληρη από σύγχυση.
Ντράπηκε.
Χλώμιασε.
Παρόλα αυτά, καθώς έφευγε, ένιωθε τη συνείδησή της ήρεμη.
Ήταν όμως και πολύ λυπημένη.
Κατευθύνθηκε αμέσως στον πνευματικό της να του πει πως δεν πάει άλλο.
Την κούρασε η κακία τής κ.Δέσπως,
Ούτε στην κηδεία της για συχώριο δεν θέλει να παρευρεθεί.
Πόσες τέτοιες περιπτώσεις…
Με αφορμή αυτό το περιστατικό ας σκαλίσουμε τη μνήμη μας όλοι.
, Είναι σίγουρο ότι πολλά τέτοια γεγονότα θα βρούμε να έχουν καταγραφεί.
Μέχρι πού όμως άραγε επιτρέπεται από το θείο και ανθρώπινο δίκαιο να ανεχόμαστε προσβολές και κακοήθειες συνανθρώπων μας;
Το ψάχνουμε.
Γνωρίζουμε βέβαια την απαίτηση του Θεού να συγχωρούμε, για να μας συγχωρεί κι Αυτός.
Χρειάζεται ωστόσο να ξεχωρίζουμε τη συγγνώμη και την ανεξικακία από την προάσπιση του αυτοσεβασμού και της αξιοπρέπειάς μας.
Στη Γραφή αναφέρονται σχετικές υποδείξεις του Κυρίου.
Όταν ο Πέτρος Τον ρωτάει πόσες φορές πρέπει να συγχωρούμε το συνάνθρωπό μας, όταν μας πληγώνει ή μας αδικεί, παίρνει την απάντηση: έως εβδομήντα φορές το εφτά.
Άπειρες δηλαδή.
. Αποκαθίσταται βέβαια πλήρως η επικοινωνία, όταν ο άλλος έρθει και μας ζητήσει και συγγνώμη.
Χωρίς να έρθει, επιβάλλεται να τον προσευχόμαστε και να αγωνιζόμαστε να μη μένουν δυσάρεστα συναισθήματα στην ψυχή μας.
Εκκρεμεί παρόλα αυτά έτσι η τέλεια τακτοποίηση των σχέσεων.
Σ΄αυτή την περίπτωση ο Χριστός συνιστά τη συνεξήγηση.
Να καλούμε τον αντίδικό μας, για να τα πούμε μόνο οι δυο.
Αν δεν μας ακούσει, να καλέσουμε άλλους δυο μάρτυρες.
Αν και τότε δεν μας ακούσει, να το αναφέρουμε στην εκκλησία.
Ίσως εδώ ο Κύριος με τον όρο ”εκκλησία” εννοούσε τις μικρές συναθροίσεις, που έκαναν τότε οι πιστοί.
Κι αν και τότε δε μας ακούσει. να τον έχουμε σαν τον εθνικό και τον τελώνη.
Μακριά μας δηλαδή.
Σε απόσταση.
Δεν πρέπει να καταντούμε ή να μας περνούν για αγαθιάρηδες.
Ή να μας εκμεταλλεύονται οι καπάτσοι.
Έτσι προστατεύει κανείς την προσωπική του ηρεμία, πράγμα που επιβάλλεται να το κάνουμε, γιατί έχουμε αυτή την υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μας, και εμποδίζει και τον αντίδικο από την αποθράσυνση και την κατ΄εξακολούθηση αμαρτία.
Συνοψίζοντας μπορούμε, νομίζω, να πούμε ότι, όταν είμαστε ψυχραμένοι ή και δεινοπαθούντες με συνανθρώπους μας, το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να μιλήσουμε στο Θεό Πατέρα, όπως ένα πληγωμένο παιδί στο δικό του
πατέρα.
Έτσι απλά.
Ύστερα να τα βρούμε με τον εαυτό μας.
Τη συνείδησή μας.
Μήπως ή πού φταίμε κι εμείς.
Το επόμενο βήμα είναι να το συζητήσουμε με τον πνευματικό μας, ο οποίος πρέπει να δει και τις αντοχές μας.
Και τέλος να λάβουμε υπόψη την ανάγκη να ασφαλιστεί ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπειά μας.
Όπως σίγουρα και η ψυχική μας υγεία.
Όσο υποχρεωμένοι είμαστε να σεβόμαστε το διπλανό μας, άλλο τόσο πρέπει να προστατεύουμε και τον εαυτό μας.
Δεν μας παραγγέλλει ο Θεός να αγαπούμε μόνο τον πλησίον, αλλά να τον αγαπούμε όπως τον εαυτό μας.
Αυτό προϋποθέτει την αγάπη μας γι΄αυτόν.
Όχι επομένως να τον καταντούμε στα αντικαταθλιπτικά.
Τα οποία ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά.
Κι όλα αυτά είναι σχόλια που προκάλεσε το περιστατικό, το οποίο προαναφέραμε και είχε πέσει στην αντίληψή μας.
Δεν ξέρω τι καταφέραμε έτσι.
Θα ευχόμασταν στο εξης να προλαβαίνουμε στη σκέψη και στο στόμα μας το ”δεν πάει άλλο΄΄.
Μακάρι.
Θα ήταν ευχής έργο, όπως συνήθως λέμε.
Ζιώγα *Κατερίνα*
Εκπαιδευτικός