40 χρόνια τουρκικής κατοχής.
Πως και γιατί πάτησε ο «Αττίλας» στην Κύπρο
Η απόπειρα ανατροπής – δολοφονίας του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 15 Ιουλίου 1974 άνοιξε την «κερκόπορτα» στους Τούρκους για την τραγωδία της Μεγαλονήσου που επακολούθησε.
Του Φώτη Σιούμπουρα…
Την Δευτέρα , 20 Ιουλίου, 5.30 το πρωϊ , όταν οι σειρήνες στην Κύπρο ήχησαν και πάλι, όπως κάθε πρωί την ίδια μέρα εδώ και 40 χρόνια, μνήμες ζωντάνεψαν ξανά σε Κύπρο , Ελλάδα και σ όλο τον κόσμο, όπου ελληνισμός. Ήταν 5.30 το πρωϊ στις 20 Ιουλίου του 1974 όταν ο χρόνος για την Κύπρο σταμάτησε. Ήταν τότε που ξεκίνησε η τουρκική εισβολή με την κωδική ονομασία «Αττίλας». Περίπου 40.000 Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της τουρκικής Αεροπορίας και του ναυτικού εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πόλη της Κερύνειας στην περιοχή του φρουρίου και οι εγκαταστάσεις ραδιοεπισήμανσης της Εθνικής Φρουράς δέχτηκαν απρόσμενα και απροκάλυπτα τους πρώτους βομβαρδισμούς των τουρκικών αεροπλάνων, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα πλήττονταν και από θαλάσσης με κανονιοβολισμούς. Με το ξημέρωμα της μέρας το κακό γενικεύεται και οι βομβαρδισμοί επεκτάθηκαν σ’ ολόκληρη την επαρχία της Κερύνειας. Η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε σαν αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Δεν πρόκειται για εισβολή, αλλά για ειρηνική(!) επέμβαση με σκοπό την επαναφορά του συνταγματικού σκηνικού στην προ του πραξικοπήματος κατάσταση» θα ισχυριστεί υποκριτικά ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ. Ωστόσο το τότε δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών και δη ο «αόρατος δικτάτωρ» Δημ. Ιωαννίδης, είχαν δώσει την «αφορμή» στην Τουρκία για την «επέμβαση» με το άφρων πραξικόπημα, που είχαν οργανώσει πέντε μέρες νωρίτερα σε βάρος του προέδρου της κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Ήταν 8.15 το πρωϊ της 15 ης Ιουλίου του 1974 όταν ο επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο ταξίαρχος Μ. Γεωργίτσης ανήγγειλε στην ηγεσία της ελληνικής χούντας την έναρξη του πραξικοπήματος για την ανατροπή του Μακαρίου, αποστέλλοντας το σήμα «Αλέξανδρος εισήλθε νοσοκομείον». Και η μεν επιχείρηση ανατροπής (και δολοφονίας) του Μακαρίου απέτυχε, αφού ο πρόεδρος της κυπριακής Δημοκρατίας κατόρθωσε να διαφύγει από την πίσω κρυφή έξοδο του προεδρικού μεγάρου , το οποίο βομβαρδιζόταν ανηλεώς, έδωσε όμως την αφορμή που οι Τούρκοι αποζητούσαν χρόνια και άνοιξε τον δρόμο για την εισβολή.
«Με εξαπάτησαν οι Αμερικάνοι….Με πρόδωσαν οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων και ο πρόεδρος Γκιζίκης…» θα μου πει, ως δικαιολογία, δύο χρόνια αργότερα , σε μια αποκαλυπτική (ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε) συνέντευξή του ο Δ. Ιωαννίδης, ο άνθρωπος που άνοιξε την «κερκόπορτα» στους Τούρκους για να επέλθει η κυπριακή τραγωδία. Ανεξαρτήτως της ακρίβειας των όσων υποστήριζε ο «αόρατος δικτάτωρ» είναι ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατούσε τότε στη χώρα με την «χούντα Ιωαννίδη», η οποία όχι μόνον δεν είχε λάβει σοβαρά υπ όψιν τις απειλές (και προετοιμασίες) των τούρκων για εισβολή μετά το πραξικόπημά της στην Κύπρο ,αλλά ακόμη και την αποβίβαση στρατιωτών και αρμάτων μάχης στην Κερύνεια είχε εκλάβει ως …ασκήσεις επί χάρτου.
Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακα της Λευκωσίας
Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, όταν κινητοποιήθηκαν άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό. Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες (ελληνοκύπριους και ελλαδίτες), υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, που είχε και το γενικό πρόσταγμα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Στο μεταξύ, άρχισε να κινητοποιείται και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός και να μετέχει στον άνισο αγώνα με ό,τι διέθετε ο καθένας, πυροβολώντας από τις στέγες των σπιτιών του κατά των εισβολέων αλεξιπτωτιστών. Η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε σαν αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων είχε αρχίσει να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Κήρυξε γενική επιστράτευση, η οποία εξελίχθηκε σε φιάσκο, δείχνοντας την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα διαδραματίσθηκαν εκείνες τις ημέρες στο Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, λίγες μέρες μετά την τουρκική απόβαση στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων συνεδριάζει το «πολεμικό συμβούλιο», στο οποίο εκτός του προέδρου της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας Κυπραίου και Λατσούδη και των αρχηγών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας. Συμμετέχει ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα Χένρι Τάσκα και ο υφυπουργός Εξωτερικών της Αμερικής Σίσκο, που μόλις είχε αφιχθεί πρεορχόμενος από την Αγκυρα όπου συναντήθηκε με τον τούρκο πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ.
Μου είχε πει για την συνάντηση αυτή ο Ιωαννίδης:
«Ο Σίσκο, που πήρε το λόγο αμέσως μετά την είσοδό του στην αίθουσα του τρίτου ορόφου του Πενταγώνου όπου συνεδριάζαμε, μας ζήτησε να δείξουμε αυτοσυγκράτηση. Μας διαβεβαίωσε μάλιστα, ότι αυτός και ο Κίσινγκερ( υπουργός εξωτερικών) θα έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα, αφήνοντας μια δύναμη περίπου 1.500 ανδρών για ενίσχυση της ΤΟΥΡΔΥΚ και της τόνωσης του ηθικού των Τουρκοκυπρίων. Γι’ αυτό και μας κάλεσε να αποφύγουμε κάθε πολεμική ενέργεια. Μας κορόιδεψε όμως. Οι τούρκοι συνέχισαν την προέλασή της χωρίς να τους ανακόψουν οι Αμερικάνοι…».
Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο δύο μέρες αργότερα βρέθηκε και πάλι στην Αθήνα ως εντολοδόχος του Κίσινγκερ και συναντήθηκε στο Πεντάγωνο με το αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο. Ο παριστάμενος «αόρατος δικτάτωρ» Δημήτριος Ιωαννίδης , σύμφωνα πάντα με την αφήγησή του, απευθύνεται προς τον Σίσκο και με …οργισμένο ύφος φωνάζει :«Μας εξαπατήσατε… Ημείς θα κηρύξομεν πόλεμον!». Και αποχώρησε από τη σύσκεψη. Έδωσε εντολή να γίνει η γενική επιστράτευση-φιάσκο και εξαφανίστηκε. Ο Σίσκο μάταια αναζητούσε αργότερα αρμόδιο για συνομιλίες.
Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22 ας Ιουλίου.
Οι τούρκοι εν τω μεταξύ αψηφώντας και το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με το οποίο καλούσε κατάπαυση του πυρός και αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού» συνέχιζαν ανενόχλητοι την προέλασή τους εφαρμόζοντας πλήρως τα σχέδια τους.
Τουρκική απόβαση
Οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονταν με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο ήταν να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμούς τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 13 ελληνικά μεταγωγικά , που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας. Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς.
Αναφερόμενος σ εκείνες τις εξελίξεις ο Ιωαννίδης θα ισχυριστεί: « Με πρόδωσαν οι αρχηγοί των γενικών επιτελείων και ο Γκιζίκης. Όπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων οι τρείς αρχηγοί Γαλατσάνος (πεζικού), Αραπάκης (ναυτικού) , Παπανικολάου (αεροπορίας), μαζί με τον Μπονάνο (αρχηγός ενόπλων δυνάμεων) και τον Γκιζίκη συναντήθηκαν και αποφάσισαν να μην έλθουν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία. Ο Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια να γυρίσουν πίσω, με το αιτιολογικό ότι δεν προλάβαιναν να προσφέρουν οποιαδήποτε υπηρεσία και ο Παπανικολάου να μην σηκωθεί ούτε ένα πολεμικό αεροπλάνο, με επίσης αιτιολογικό ότι η απόσταση μέχρι την Κύπρο ήταν μεγάλη και δεν προλάβαιναν να γυρίσουν πίσω , αφού δεν θα έκαναν ανεφοδιασμό. Στην συγκεκριμένη σύσκεψη, όπως ενημερώθηκα από τον αρχηγό Στρατού, αντιστράτηγο Γαλατσάνο, ο Αραπάκης πρότεινε και οι άλλοι συμφώνησαν να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς». Η παράδοση της εξουσίας από τους στρατιωτικούς έγινε τελικώς ξημερώματα της 24 ης Ιουλίου, όταν και ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας η υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Εκμεταλλευόμενοι το «κενό» εξουσίας στην Ελλάδα οι τούρκοι και παραβιάζοντας την συμφωνηθείσα ανακωχή εδραίωσαν τις θέσεις τους, καταλαμβάνοντας το 37% του εδάφους της Κύπρου. Περίπου 200.000 Κύπριοι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, περίπου 4.000 σκοτώθηκαν και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Σαράντα χρόνια μετά και η τουρκική κατοχή συνεχίζεται