ΜΝΗΜΕΙΑ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
Την Κυριακή 11 Ιουλίου έγιναν στην πόλη της Κοζάνης τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του μικρασιατικού ελληνισμού, των θυμάτων δηλαδή της γενοκτονίας και των ξεριζωμένων από τις προγονικές εστίες προσφύγων. Παρά την υψηλή θερμοκρασία που επικρατεί την περίοδο αυτή, αρκετοί ήταν εκείνοι που προσήλθαν στην τελετή ακόμη και από άλλες πόλεις, μάλιστα από μεγάλη απόσταση, εκπρόσωποι συλλόγων. Η ανέγερση του μνημείου ήταν η κατάληξη αόκνων προσπαθειών του διοικητικού συμβουλίου του τοπικού συλλόγου Μικρασιατών, μπροστά στην επιμονή του οποίου κάμφθηκε η ενδημούσα γραφειοκρατική αντιμετώπιση των θεμάτων. Το μνημείο από λευκό μάρμαρο του τοπικού λατομείου Τρανοβάλτου παριστά ανοιγμένο βιβλίο, στις δύο σελίδες του οποίου εικονίζονται ο χάρτης της Ελλάδος, αριστερά, και μια μάνα, που κρατά βρέφος στην αγκαλιά και νήπιο από το χέρι, δεξιά. Είναι από τις «τυχερές», που διασώθηκε από το χαλασμό, όμως έχει τώρα να διαβεί πέλαγος φουρτουνιασμένο, να εγκατασταθεί δηλαδή χωρίς συγγενείς, χωρίς στοιχειώδη εφόδια σε νέα γη και να παλέψει εκεί ν’ αναστήσει τα ορφανά της! Στο εξώφυλλο πολύ επιτυχημένα έχει γραφεί η φράση του μεγάλου ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη: «Η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις πονεί».
Ίσως γι’ αυτό και οι σύγχρονοι Έλληνες την επαλείφουμε με παχύ στρώμα λήθης θεωρώντας τη βάλσαμο. Γιατί να δηλητηριάζουμε τον βίο μας με τη γνώση και την ανάμνηση, μέσω εορτασμών, των παθημάτων των προγόνων μας; Είναι, επιφανειακά εξεταζόμενο, λογικό το ερώτημα, όμως τρομακτικά καταστροφικό. Ο αφανισμός της συλλογικής μνήμης δρα κατά τρόπο φοβερά διασπαστικό στις κοινωνίες. Παύουν αυτές να συγκροτούνται από πρόσωπα με κοινό όραμα και στόχους και μετατρέπονται σε συνονθύλευμα ατόμων ανερματίστων, τα οποία περιορίζουν την ύπαρξη τους στη λατρεία του ευδαιμονισμού. Και ιστορία διδάσκει ότι οι κοινωνίες αυτές, οι λαοί δηλαδή που τις συγκροτούν, δεν έχουν μέλλον. Πάμπολλα τα παραδείγματα λαών, που έχουν αφανιστεί από το ιστορικό προσκήνιο. Τονίστηκε πολύ ορθά, καθώς σε παρόμοιες τελετές οφείλουμε να εκδηλώσουμε σοβαροφάνεια, αν όχι σοβαρότητα, η ανάγκη να μην αποκοπούμε από τις ρίζες μας! Δυστυχώς η καθημερινότητα φανερώνει ακριβώς το αντίθετο. Όχι μόνο τις ρίζες αποκόπτουμε με μεθοδικότητα, αλλά ακόμη και τα κλαδιά, που μας κρατούν.
Σημαντικό ζήτημα ανακύπτει στην περίπτωση της θλιβερής περιπέτειας του μικρασιατικού ελληνισμού. Πρόκειται για τη διαφοροποίηση των ποντιακής καταγωγής απογόνων των προσφύγων από τους λοιπούς Μικρασιάτες. Ίσως να υπήρξαν πιο αγωνιστικοί και πιο διεκδικητικοί από τους απογόνους των λοιπών προσφύγων. Επέτυχαν την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων Ρωμηών από τη Βουλή των Ελλήνων το 1994 με ομόφωνη απόφαση. Ορίστηκε ως ημέρα τιμής της μνήμης των θυμάτων η 19η Μαΐου. Έτσι εφέτος η Βουλή τίμησε την 102η επέτειο της γενοκτονίας αυτής. Κατ’ αρχήν πρέπει να τονιστεί η μεγάλη βραδύτητα στην αναγνώριση, εβδομήντα και πλέον έτη μετά την ολοκλήρωσή της. Ήταν μεγάλο το σφάλμα της τότε Βουλής η μερική αναγνώριση της γενοκτονίας. Ακόμη και να μην είχαν πιέσει οι απόγονοι των θυμάτων γενοκτονίας άλλων περιοχών, η Βουλή όφειλε έναντι της πατρίδος να αναγνωρίσει γενοκτονία όχι μόνων των Ποντίων θυμάτων, που εκτιμώνται σε 353.000, αλλά γενοκτονία του ελληνισμού σ’ όλη την έκταση της Μικράς Ασίας, τμήμα της οποίας αποτελεί ο Πόντος, αλλά και της Ανατολικής Θράκης με συνολικό αριθμό θυμάτων της τάξεως του 1.000.000 ίσως μεγαλύτερο (κατά Τζώρτζ Χόρτον, πρόξενο των ΗΠΑ στη Σμύρνη). Το 1998 δευτέρωσε το ιστορικής σημασίας σφάλμα της, ψηφίζοντας ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης από το Τουρκικό Κράτος. Αλλά η γενοκτονία άρχισε το 1914, ίσως και ενωρίτερα, με την πολιτική βραδείας εξόντωσης των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα τάγματα εργασίας. Η τυραννία εντάθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ μεγάλου πολέμου του 20ου αιώνα. Τη 19η Μαΐου 1919 αποβιβάστηκε ο Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, για να αντισταθεί στην κατάρρευση της χώρας του, εγκαινιάζοντας τη β΄ φάση της γενοκτονίας. Ίσως να είναι ατυχής η επιλογή ως ημέρας, υποτίθεται, θρήνου της ίδιας με ημέρα πανηγυρισμού των γενοκτόνων. Η γενοκτονία περατώθηκε με την κατάρρευση του μετώπου, την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού και τις σφαγές στα παράλια της Ιωνίας. Συνεπώς η Βουλή, αιρόμενη στο ύψος των ευθυνών της έναντι του έθνους, έπρεπε εξ αρχής να θεσπίσει μία κοινή ημέρα τιμής του συνόλου των θυμάτων της γενοκτονίας.
Τραγική συνέπεια της ολιγωρίας μας είναι η αναγνώριση της γονοκτονίας του ελληνισμού από ελάχιστο αριθμό κρατών, σε αντίθεση με τους Αρμένιους, οι οποίοι μέχρι την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα δεν είχαν κράτος! Η σουηδική Βουλή, που με ισχνότατη πλειοψηφία είχε αναγνωρίσει μόνο την ποντιακή γενοκτονία, ανακάλεσε την απόφασή της. Οι Βουλές δεν σέβονται την ιστορική αλήθεια. Σταθμίζουν τα συμφέροντα της κάθε χρονικής στιγμής. Και πώς να τη σεβαστούν, αφού εμείς, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, χρησιμοποιούμε τη λήθη ως βάλσαμο;
Πού οφείλεται αυτή η αβελτηρία; Ασφαλώς στην πολιτική Βενιζέλου, την οποία ακολούθησαν πιστά όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις. Τα φληναφήματα περί ειρηνικής συνύπαρξης αποδείχθηκαν έωλα και με την πάροδο του χρόνου η τουρκική επιθετικότητα προβλήθηκε στον ελληνικό λαό ως επίδειξη ισχύος μεγάλης περιφερειακής δύναμης, απέναντι στην οποία η χώρα μας οφείλει συνεχώς να υποχωρεί! Και όταν οι δύο χώρες, μετά τη λήξη του Β΄ μεγάλου πολέμου έγιναν μέλη της ίδια πολιτικοστρατιωτικής συμμαχίας, η κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά επιδεινώθηκε τρομερά. Τη γενοκτονία των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας συνέλαβαν οι Γερμανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι των Νεοτούρκων. Οι συμφορές που ακολούθησαν τον ελληνισμό, η λεηλασία των Ρωμηών της Κωνσταντινούπολης (1955) και η εισβολή στην Κύπρο (1974), σχεδιάστηκαν από «συμμάχους» μας. Αλλά αυτοί βρίσκονται στο απυρόβλητο, καθώς όλες οι κυβερνήσεις μας τονίζουν υπερβολικά τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας μας και με καύχηση προβάλλουν την επιτυχία αυτής να μετέχει στους πλέον ισχυρούς σχηματισμούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και οικονομικούς. Και κάθε φορά που δέχεται νέα πρόκληση του γείτονα, όχι απλά με την ανοχή των «συμμάχων», «φίλων» και «εταίρων» μας, αλλά με την απροκάλυπτη στήριξή τους, εμμένουμε να τονίζουμε κατά τρόπο κουραστικό, αλλά και γελοίο προς τους έξω, ότι η χώρα μας σέβεται το διεθνές δίκαιο, το ανύπαρκτο. Και κάπου κάπου θυμόμαστε το σοφότατο ρητό: Δεν υπάρχουν φιλίες παρά μόνο συμφέροντα.
Του χρόνου θα τιμήσουμε την 100η επέτειο της συμφοράς του μικρασιατικού ελληνισμού. Της γενοκτονίας των Ποντίων, καθώς έχει προηγηθεί η καθιέρωση της τιμής, την 103η. Αλήθεια, γιατί θέλουμε να μας αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα οι ξένοι; Το αξίζουμε;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»