“Απ’ το Γρεβενό στα Γιάννινα” ΑΝΟΙΞΗ 1806
Το ξεκίνημα απ’ το Γρεβενό.
Η θέση της Μαρώνειας. Εξερεύνηση του ρέματος και των πηγών του Ρέντια ή Βενετικού. Ο Ρωμαϊκός δρόμος που τον λένε Βασιλική Στράτα ή βασιλική λεωφόρο. Η γραμμή της κατά την Απολλωνία. Καθέκαστα απ’ το πιο ψηλό πλάτωμα του Πίνδου που είναι ανάμεσα στη Μακεδονία και στην Περραιβία.
Ο προϊστάμενος των ταχυδρομείων του Γρεβενού, που δεν έβαλε μυαλό, μ’ όλο το μάθημα που πήρε, όταν πέρασα απ’ αυτήν την πόλη, άργησε…
να μας στείλει άλογα–γιαυτό δε μπορέσαμε να ξεκινήσουμε παρά μόνο στις 8 το πρωί, όταν άρχιζε να γίνεται η ζέστη ανυπόφορη. Ξεκινήσαμε, κι αυτό είναι το σπουδαιότερο στην Τουρκία, γιατί, μια φορά, στο δρόμο χρειάζεται, θέλεις δε θέλεις, να προχωρήσεις, για να φτάσεις σε κονάκια που βρίσκουνται πάντα σε μεγάλες αποστάσεις. Οι οδηγοί μου, Έλληνες, αφού φόρτωσαν και ξαναφόρτωσαν τα μπαγκάζια στ’ άλογα, βλάστημώντας όλους τους άγιους του αγιολογίου, ζήτησαν την ευκή του αρχιεπισκόπου τους και μπήκαν επικεφαλής του καραβανιού μαζί ήρθαν και πολλοί έμποροι που οι εμπορικές τους υποθέσεις τους καλούσαν στο Περιβόλι και στην Αβδέλα. Μόλις ξεκίνησε η συνοδία, οι αγωγιάτες γύρισαν το κεφάλι, για να μας ευχηθούν το ώρα καλή και πήραν το συνηθισμένο τραγούδι τωνκαραβανιών.
Περπατήσαμε κατά τα δυτικά μια λεύγα, 1/4 της μοίρας κατά τα νότια, ανάμεσα σε δυο λόφους, σκεπασμένους με αρκετά δεντράκια. Οι λόφοι αυτοί σταματούν στο ύψωμα που τα ριζά του είναι ο δεξής όχτος του Ρέντια. Για μια ώρα κι ένα τέταρτο περπατούσαμε στο προσκήνιο αυτό του Αάκμωνα71, ανάμεσ’ από τούφες ψηλές οξιές, που ήτανε σκόρπιες σε μπουκέτα και συναντιούνται κατά τους Μαυραναίους, μια πόλη που ο Κωστ. Πορφυρογέννητος τη λέει Μαρώνεια. Στα δεξιό, σχεδόν παράλληλα, φαίνουνταν το Μακρονόρος, ένα χωριό που το ξέρουν απ’ το χρονιάρικο εμποροπανηγύρι του. Πιο μακριό έβλεπα τη Ντόβριανη, (Έλατος) και πιο κάτου το Τριβένι (Σύδενδρο), χωριά φτωχά, όπου ζουν είλωτες χριστιανοί. Ανάμεσα τους τρέχει το ξεροπόταμο που περνάει απ’ το Γρεβενά. Έξι μίλια ΒΔ ανακάλυπτα τους βράχους που τους λένε Τα Δυο Αδέρφια και που βαλμένοι σαν δυο παραστάτες, χρησιμεύουν, για να σημαδεύουν την αρχή της μεγάλης βουνοσειράς του Πίνδου, πέρ’ απ’ το Ρέντια.
Αφήνοντας το Μαυρονόρος μπήκαμε σ’ ένα φαράγγι λίγο βαθύ, όπου υπάρχει μια πηγή κι ένα ποτάμι που γυρίζει κατά τα ΝΔ, για να σμίξει με το Βενετικό. Μισό μίλι παρακάτου, αφήσαμε στ’ αριστερά μας μια κοιλάδα και μπήκαμε σ’ ένα δάσος, μια λεύγα μακρύ. Στο τέλος του φτάσαμε στο Ρέντια που τρέχει ανάμεσα σε όχτους από πηλό. Επειδή την εποχή εκείνη υπήρχε λίγο νερό, μπορέσαμε να περάσουμε με τα πόδια και κάμαμε μισή ώρα, για ν’ ανεβούμε στην Τίστα, (Ζιάκα) ακολουθώντας έναν αρχαίο δρόμο που τον λένε οι χωριανοί Βασιλική Στράτα. Το καταστραμμένο αυτό κομμάτι από έναν δρόμο ρωμαϊκής κατασκευής ανήκει στο δρόμο που αναφέρνουν οι Θεοδοσιανοι πίνακες που απ’ τη Φούρκα, την Κόνιτσα και την Αβδέλα, απ’ όπου πάλι κατέβαινε μέσ’ απ τη Στυμφαλίδα (Τυμφαία) κατά τα Τρίκαλα, μέσα στην Ιστιαιώτιδα.
Η Τίστα, όπου ξεπεζέψαμε για να φάμε, είναι χτισμένη στη μέση του βουνού Σπήλαιο. Τρία τέταρτα της λεύγας ΝΑ είχα δει ένα μοναστήρι και πιο πέρα μου έδειξαν στο δεξή όχτο του Ρέντια τα χαλάσματα μιας μακεδόνικης πόλης και στα βορεινά, στην ίδια απόσταση, το Βύσινο, που ο μωαθενικός πληθυσμός του υποστηρίζει πως κρατάει απ’ τους καταχτητές της Μακεδονίας. Μπροστά μας, στ’ ανατολικά, έτρεχαν τα νερά από ένα πλήθος πηγές που χύνουνται στο Βενετικό, αφού πρώτα κάμουν να γυρίσουν πολλοί μύλοι. Λογάριασα με το &-πάνου-κάτου πως το ύφος του βουνού Σπήλαιο είναι περίπου οχτακόσια πόδια, όπως και η βουνοσειρά του που απλώνεται στα νότια σαν ένα κάστρο, όπου ξεπηδούν εδώ κι εκεί πύργοι που τους δένουν μεταξύ τους γιρλάντες από έλατα.
Βγαίνοντας απ’ την Τίστα, ξαναπήραμε τη διαδρομή της Βασιλικής Στράτας, που την έκαμε, όπως λένε, ο Τραϊανός· την ακολουθήσαμε για ένα τέταρτο της λεύγας κάτου από μεγαλόπρεπες αψίδες από πεύκα. Λίγο αργότερα ανεβαίνοντας κατά τον Πίνδο, μπήκαμε στη ζώνη απ’ τα έλατα, όπου βρήκα αποκαΐδια από φωτιές που άναφαν οι Βλάχοι που ανέβαιναν τότε στα καλοκαιρινά τους βοσκοτόπια. Απ’ τις φωτιές αυτές θα μπορούσε να υπολογίσει κανείς πόσες ήταν οι φάρες, πού σταμάτησαν τους δρόμους που πήραν τόσο οι συνήθειες στους δρόμους τους μένουν ανάλλαχτες. Οι οδηγοί μου μου ανάφεραν τα ονόματα απ’ τα μονοπάτια που παίρνουν για να σκορπίσουν στις διαδρομές τους, που αγκαλιάζουν ολάκερη την απλωσιά στ’ ανώτερα πλατώματα του Πίνδου.
Μια λεύγα απ’ την Τίστα πήραμε τη στενωσιά που ανοίγεται ανάμεσα στο Σπήλαιο και στο Λάκμωνα και περπατήσαμε μέσα της ως το πλάτωμα του Λάβντεν, ενός χωριού μισή λεύγα, στα ΒΔ, στην πλαγιά ενός βουνού, που είναι σκεπασμένο με οξιές και έλατα. Παρατήρησα μισή λεύγα στα βορεινά της Chercagnaκαι στα δυτικά στην ίδια απόστασητο Βοϊδίνικο, μια κωμόπολη μ’ εκατό αρβανίτικες και τσιγγάνικες φαμίλιες που έχει αργαστήρια, όπου φκιάνουν όπλα και πιστόλια, όπως και καρφιά, για να πεταλώνουν τ’ άλογα. Ποταμάκια που κατεβαίνουν απ’ όλα τα χωριά, που μόλις ανάφερα, σμίγουν με το Βενετικό απ’ το δεξή του όχτο, εξόν από ένα που έρχεται απ’ τ’ αριστερά, αφού κινήσουν μύλους που τους ζώνουν δάση βαθιά, απλώνεται σε μεγάλες αποστάσεις.
Απ’ την είσοδο της στενωσιάς του Λάβντεν, όπου χωνόμουνα, ανεβήκαμε κάπου μιαν ώρα, για να φτάσουμε στην είσοδο ενός άλλου φαραγγιού που απλώνεται απ’ τα βόρεια προς τα νότια, ανάμεσα στις δυτικές πλαγιές του βονού Σπήλαιο και στην Ανατολική κρέμαση του Λάκμωνα. Συναντήσαμε πολλούς χωρικούς που έπαιρναν αυτόν το δρόμο, για να πάνε στην Κρανιά που είναι στον όχτο της Μηλιάς, κοντά στον εμπορικό δρόμο απ’ το Μέτσοβο για το Γρεβενό. Μέσα & αυτήν την κοιλάδα δε βλέπαμε κανένα χωριό, μα μόνο καλύβες των Βλάχων που είναι εγκαταστημένοι στο μάκρος του ποτάμιου που περνάει από μέσα της. Το ρέμα έχει μάκρος μιάμιση λεύγα. Απ’ το ύφος αυτό δεν είχαμε παρά να ξεφύγουμε απ’ το δρόμο μας και να κατεβούμε μισό μίλι, για να φτάσουμε στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, που κοντά του βρίσκεται μια καλοδιατηρημένη βρύση. Γυναίκες γέμιζαν εκεί τους κουβάδες τους και όταν τις ρωτήσαμε, αν θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε στο μοναστήρι μας απάντησαν πως τους καλόγερους, που το είχαν, τους είχαν φάει οι αρκούδες και ήτανε πια ακατοίκητο. Χρειάστηκε λοιπόν να προχωρήσουμε. Λίγο πιο πέρα είδαμε τη ζωγραφιά της Αγίας Παρθένας χαραγμένη σε μια κολόνα. Μισό μίλι πιο μακριά περάσαμε το Ρέντια από ένα πέτρινο γιοφύρι που το στόλιζαν στις γωνιές του τέσσερις βαλανιδιές με τεράστιο όγκο. Απ’ τη στάση αυτή, που τη συνηθίζουν οι ταξιδιώτες, σημείωσα, μια λεύγα ΒΔ, στο Λάκμωνα τη Σμίξη, ένα βλάχικο χωριό με τριακόσια σπίτια και αντίκρυ απ’ τη δύση την Αβδέλα που έχει τον ίδιο πληθυσμό. Ένα τέταρτο της λεύγας παρακάτου απ’ τα παραποταμάτους που επικοινωνούν με γιοφύρια ανάμεσαστους απότομους όχτους, περάσαμε και πάλι το Βενετικό και οι έμποροι που μας είχαν ακολουθήσει ως εκεί, μας άφησαν, για να πάνε στους βλάχικους καταυλισμούς. Το τελευταίο γιοφύρι του Βενετικού που συναντήσαμε λίγο ύστερα, το ‘χτισαν απάνου στο σημείο, όπου σμίγουν τέσσερα ποταμάκια που κατεβαίνουν απ’ τις πηγές του κι είναι μακριά η μια απ’ την άλλη τέσσερα περίπου μίλια. Πέρ’ από κει πλησιάσαμε τα βουνά που είχαμε αριστερά μας, ανεβαίνοντας από ένα μονοπάτι σκεπασμένο με σιδεροπυρίτη (τσακμακόπετρα) που οι αχτίδες του ήλιου τον έκαμναν να λάμπει σαν πολύτιμα πετράδια και σ’ ένα τέταρτο της ώρας φτάσαμε στο Περιβόλι, όπου βρήκαμε κατάλυμα ως την άλλη μέρα στο σπίτι του προεστού ή συνδίκου που μάς δέχτηκε με τον πιο αφιλόξενο τρόπο του κόσμου.
Το Περιβόλι, ένα χωριό με 305 βλάχικες φαμίλιες, μόλις δέχτηκε τον καλοκαιριάτικο πληθυσμό του που είχεν έρθει εκεί πριν από καμμιά δεκαπενταριά μέρες. Η βλάστηση άρχιζε να φουντώνει στις πλαγιές. Οι σουρβιές και τα καραγάτσια άπλωναν τα φύλλα τους και τ’ αηδόνια, που είχα ακούσει στα δασάκια της Αμφιλοχίας εδώ και τρεις μήνες, ξανάρχιζαν εδώ τις συναυλίες τους, για να γιορτάσουν την άνοιξη. Τ’ αλπικά λουλούδια του Πίνδου έβγαιναν μέσ’ από τους παγετώνες. Η κάθε μέρα δημιουργούσε στα πεταχτά θαύματα και σ’ αυτήν η άλλη μέρα πρόσθετε καινούργια. Οι πλαγιές και τα λαγκάδια ομόρφαιναν και τα χιόνια που γειτόνευαν ακόμα με τις πηγές του Ρέντια δε θ’ αργούσανε να λειώσουν. Ο αέρας ωστόσο ήταν ακόμα τσουχτερός και όπως γίνεται στις ισημερίες, όπου η άνοιξη παλεύει ενάντια στα τελευταία κρύα του χειμώνα, ύστερ’ απ’ το ηλιοβασίλεμα, μας βρήκε μια νεροποντή με χαλάζι και χιόνι που ξανάσπρισε τις πιο ψηλές κορφές του Αάκμωνα. Τ’ αρχοντολόι που ήρθαν απόδειπνα, για να μου κάμουν επίσκεψη, μου διηγήθηκαν πως το Περιβόλι ανήκει στο βακούφι του Κιταπ-χανέ (κρατικού Θησαυροφυλακίου) Κωσταντινούπολης και πως η Αβδέλα και η Σμίξη για τους φόρους υπάγονται στο Γρεβενά που κι αυτό πάλι στο σαντζάκι (νομό) του Ρουμιλί Βαλεσί. Η τάξη αυτή κρατάει από πολύ παλιά, απ’ τα χρόνια της άλωσης, και δεν άλλαξε παρά μόνο το ποσό και το είδος των φόρων. Γιατί πριν απ’ την εποχή αυτή, αντί να πληρώνει στον ταμία του κρατικού θησαυροφυλακίου, το Περιβόλι ήτανε μια δωρεά της εκκλησιάς της Αγίας Σοφίας και τ’ άλλα τα χωριά πλήρωναν τους φόρους τους στον Αυτοκράτορα με τη μεσολάβηση του στρατηγού του θέματος της Μακεδονίας.
Μια και τα σχέδια μου δεν ήτανε να σταματήσω στο Περιβόλι, ξεκινήσαμε τα χαράματα με μια ομάδα κυνηγούς που πήγαιναν, για να κυνηγήσουν αρκούδες και ήμασταν η συντροφιά τους ως το τελευταίο πλάτωμα του Πίνδου, απ’ όπου τράβηξαν ύστερα για το Μακρονόρος. Εμείς μπήκαμε σ’ ένα γυμνό πλάτωμα που μου επέτρεψε να πάρω σαν τοπογραφικό σημείο το Τσεπέλοβο, το πιο τελευταίο σημάδι της Περραιβίας, κι ύστερα κατεβήκαμε κάπου μισή λεύγα μέσ’ από ένα δάσος με πεύκα. Μέσ’ απ’ το δάσος αυτό περνάει ένα ποτάμι που πέφτει σ’ ένα λαγκάδι σκεπασμένο με φουντωμένα δάση. Αφήνοντας στα δεξιά μας αυτό το λαγκάδι κάμαμε μισή ώρα για να περάσουμε μια κορφή του Μακρονόρους και βρήκαμε σε ίδια απόσταση ένα δεύτερο ποταμάκι που σμίγει με το πρώτο στα ΒΔ, για να χυθεί στον Αώο. Έτσι κόβοντας τις γραμμές των βουνών απ’ τ’ ανατολικά στα δυτικά, έμπαινα απ’ τις πλαγιές της Μακεδονίας σ’ αυτές που χύνουν τα νερά τους κατά την Αδριατική. Στο σημείο αυτό η κορφή του Σμόλικα ήταν εφτά λεύγες μακριά, κατά το βοριά. Κατά τη Θεσσαλία είδα ξανά τη γραμμή που ακολουθούσαν οι κορφές, που είναι τόσο ωραία αποστρογγυλεμένες, του Μαυρονόρους και σύμφωνα με τις αναγνωρίσεις που έκαμα απ’ το ύφος της Πλιάσας είδα πως η γενική γραμμή της βουνοσειράς του Πίνδου πάει απ’ τα ΒΔ στα ΝΑ. Μ’ όλη τη γύμνια που παρουσιάζουν μερικές κορφές, μπόρεσα επίσης να πειστώ πως όλες τους υπήρξαν άλλοτε σκεπασμένες με χώμα και βλάστηση. Αυτό το βεβαιώνει και η βλάστηση μέσα στα λαγκάδια και τα δέντρα πουστολίζουν τα διάφορα πατώματα ως τα πιό ψηλά τους τμήματα.
Απ’ τους όχτους του ρυακιού κατεβήκαμε μισή λεύγα, αφήνοντας αριστερά μας ένα βουνό που υψώνεται μέσα στη γωνιά, όπου σμίγουν τα δυο παραπόταμα της Βοβούσας που μόλις περάσαμε και διασχίσαμε μια πλαγιά που την οργώνουν πολλά ρέματα. Αυτή σταματάει στη Βοβούσα, πρώτο χωριό της περιφέρειας του Ζαγορίου, που την απόσταση του απ’ το Περιβόλι τη βρίσκουμε σημειωμένη στο χάρτη. Μα ενώ το χωριό είναι χτισμένο σ’ ένα κατηφορικό μέρος, είδα εκεί έναν πληθυσμό, ολόγερο, χωρίς βρογχοκήλες, όσο κι αν πίνει νερό από λειωμένο χιόνι και ολότελα διαφορετικοί απ’ τους κατοίκους της Σαβοΐας, που ζουν κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Όσο κι αν τα σπίτια εδώ δεν είναι πιο κομψά απ’ τα σπίτια των χωριών της Μακεδονίας, πρόσεξα πως όλα είχαν ολόγυρα τους σπαρμένους μπαχτσέδες και μια σημαντική ποσότητα τριανταφυλλιές. Ο Αώος που τρέχει κάτου απ’ τα σπίτια μουρμούριζε στο βάθος μιας άπατης κοίτης όλο πέτρες και χώματαπου κατεβαίνουν απ’ τα βουνά. Ανάμεσα τους είδα σιδεροπυρίτη, τσιακμακόπετρα και σταχτή γρανίτη. Μια και το ρέμα του κατέβαινε αργά, τον περάσαμε με τα πόδια μας και πήραμε τη μεγάλη κορυφογραμμή του Ζαγορίου, που απάνου της περπατήσαμε έξι μίλια, πριν μπορέσουμε να βγούμε απ’ το δάσος των κέδρων και των έλατων που αραιώνουν, όταν πλησιάζει κανείς τις πηγές από παρακλάδι του Ίναχου. Αυτουνού το ρέμα περνάει την Περραιβία απ’ τα δυτικά κατά τ’ ανατολικά.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – ΑΝΟΙΞΗ 1806
(τ. 3ος, βιβλ. 7ο, κεφ. 8ο, σσ 98 -106)
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΠΟΥΚΕΒΙΛ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΔΑΜΟΥ
επιμέλεια Σάκης Πέτρου