συμπλευση

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

vandal

Αναδρομικό μνημόσυνο.

           Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας

                       

           Τι σου είναι η μνήμη! Και πόσο πίσω μπορεί να ταξιδέψει μέχρι να φτάσει σε κάποια ασήμαντη υποχρέωση! Μια κερασμένη τυρόπιτα του Κωνσταντίνου Γώγου!

           Γίνομαι σαφής. Όταν οι χθεσινές τυρόπιτες της συζύγου μου πλησιάζανε την νοστιμιά εκείνης του αείμνηστου Κωνσταντίνου Γώγου, είναι ποτέ δυνατόν να μην αναπολήσεις τα μαθητικά και φτωχικά εκείνα χρόνια μας!

           Η ευπροσήγορη θύμησή του, με την όλο ευγένεια και καλοσύνη, δεν ξεχνιέται ποτέ. Για μας τους μαθητές ήτανε μια αρσενική Μητέρα Τερέζα! Μας τάιζε έξω από τα κάγκελα σαν τα χελιδονάκια!

           Το καρότσι του ήτανε φορτωμένο με τυρόπιτες, φοινίκια, κουλούρια, σάμαλι και όλα λαχταριστά. Σε μια εποχή υπογλυκαιμίας, ήτανε ότι πιο λαχταριστό για εμάς τα γυμνασιόπαιδα της επαρχίας.

            Το όχημα αυτό, 3Χ3, δεν το καβαλούσε ο μπάρμπα Κώστας. Προτιμούσε να το σπρώχνει. Κι αν σκάλωνε σε κάποια ανηφοριά, το σπρώξιμό του θύμιζε το κανόνι στο Μπιζάνι!

            Ακόμα και στις κοντινές εκδρομές μας συνόδευε. Επίσης γνώριζε την ώρα του διαλείμματος και ήτανε πάντοτε συνεπής.

            Τα τεντωμένα χέρια μας, ανάμεσα από τα κάγκελα, δε διέφεραν και πολύ από τα παιδάκια της Γάζας. Μόνο που εκείνα δεν κρατούσαν χρήματα, αλλά κατσαρόλες! Κι όταν αποχωρούσαν με αδειανές, μου ραγίζανε την καρδιά! Που είναι ο ΟΗΕ! Εγώ να τι θα πω και με μικρά γράμματα: Οηέ κι αλίμονο!

            Οι φωνούλες των νηστικών μαθητών ακουγότανε παρακλητικά:

            «Εμένα δώσε μπάρμπα Κώτσιο που έχω ψιλά!» Τα ψιλά ήτανε πεντάδραχμο!

            «Μπάρμπα Κώτσιο! Γίνεται να μου δώσεις μισό σάμαλι;».

            «Γίνεται!…» και του έδωσε ολόκληρο με την τιμή του μισού!

            Να και η σειρά μου χωρίς να έρθει! Με κάλεσε ο μπάρμπα Κώτσιος όταν δεν υπήρχε άλλος μαθητής που να θέλει κάτι, και με ρώτησε εάν δεν είχα λεφτά. Να και η  απάντηση:

            Ήτανε να έρθει σήμερα ο πατέρας μου και δεν ήρθε. Δεν ξέρω το λόγο, αλλά ξέρω πως δεν μπορώ να πάρω κάτι χωρίς λεφτά. Βερεσέ δηλαδή, όπως κάνουν άλλα  παιδιά.

            Οπότε με ρωτάει ο μπάρμπα Κώτσιος: Τι θέλεις να σου δώσω;

            Κι εγώ του απαντώ: Ένα σάμαλι και θα το πληρώσω όταν θα έρθει ο πατέρας.

            …. τη φτώχεια μας!

            «Δεν μου χρωστάς τίποτα παιδί μου! Στο κερνάω εγώ».

            Την ώρα που το έτρωγα κρυφά, για να μη με βλέπει κανείς είχα πλαντάξει στο κλάμα από την συγκίνηση!

            Αυτός ήταν ο μπάρμπα Κώτσιος! Πάντα ευδιάθετος, πάντα πρόσχαρος, πάντα καλοσυνάτος, πάντα ευγενικός, πάντα προσηνής και κουβαρντάς!

            Η ελάχιστη προσφορά μας, ήταν η τιμή που του κάναμε οι απόφοιτοι 1966-67.

            Ευτυχώς που υπάρχει συνέχεια. Μπορεί το κατάστημα το οποίο διατηρούν τα παιδιά του, ο Αχιλλέας με την Ελένη, να αφορά μια μόνιμη εγκατάσταση, το καρότσι όμως δεν λείπει! Κανένας ζωγραφικός πίνακας δεν θα μπορούσε να στολίσει εκείνον  τον τοίχο καλύτερα, όσο το καρότσι του μπάρμπα Κώτσιου! Κι όταν πηγαίνω για μια  μπουγάτσα να τι κάνω. Κάθομαι σε θέση, ώστε να βλέπω το καρότσι και να αναπολώ τα περασμένα!

            Πόσο θα επιθυμούσα ένα όνειρο, κάπου στον Παράδεισο, και με τον μπάρμπα Κώτσιο να μας κερνάει εκείνα τα λαχταριστά σάμαλι!

            Άραγε είναι τυχαίο που ο Παράδεισος αρχίζει από Παρά!… Ας είναι καλά και πάλι ο Μπάρμπα Κώτσιος! Και πάλι θα με κεράσει!

            Με άπειρο σεβασμό στην μνήμη του μπάρμπα Κώτσιου.

                               Βαγγέλης και Αθηνά Μπάκα.