Η σκατομαζώχτρα…
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Ήταν να το πάθει κι αυτό ο Μήτσος ο βοσκοτουρίστας. Έκανε πολύ καλά που θα πήγαινε στην Γερμανία για να δει το γιο του. Ακόμα καλύτερα που θα του πήγαινε και κάποια μανιτάρια. Πού να το φανταζότανε, όμως, πως θα τα έκανε και μαντάρα!
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Όλα ξεκίνησαν από μια παραγγελία και συνεχίστηκαν με μια αφηρημάδα. Η παραγγελία ήτανε του γιου του Γιάννη. Γιόχαν τον λένε οι Γερμανοί. Και η αφηρημάδα, του πατέρα Δημήτρη Γκλιμπάτσα. Μήτσο τον λένε οι χωριανοί.
Να λοιπόν και η τελεσιγραφική παραγγελία:
«Πατέρα! Θέλω έναν γεμάτο γκαζοντενεκέ άγρια μανιτάρια από την Πίνδο.».
Έφτασε ο Μήτσος σιδηροδρομικώς με το καλό στο Μόναχο. Τον παρέλαβε ο γιος του Γιάννης με το αμάξι, και τον οδήγησε στο σπίτι του στο Νταχάου. Και με το που κατεβάσανε τα πράγματα, ο Γιάννης έφυγε βιαστικά για το εστιατόριό του.
Η παράδοση συνεχίζεται στην Γερμανία, όπως και στην Αμερική! Αρκετοί συμπατριώτες μας διατηρούν εστιατόρια στο Μόναχο και στην Αστόρια, αντίστοιχα.
Ο Μήτσος τακτοποιούσε τα πράγματα στο σπίτι πρόχειρα, όταν θυμήθηκε τα μανιτάρια. Πήγε να πάρει το τσουβάλι με τον γκαζοτενεκέ για να τον βάλει κάπου στην κουζίνα, και τον νιώθει αρκετά βαρύ. Τον βγάζει από το τσουβάλι, τον ανοίγει, και τι να δει μέσα. Αλεύρι! Είχε πάρει λάθος τενεκέ. Αφηρημάδα ολκής. Τι να έκανε τώρα! Κι όταν θυμήθηκε την παραγγελία του γιου, κόντεψε να πάθει συμφόρηση. Μέχρι την στιγμή της αναχώρησης άκουγε τα λόγια του γιου του στο τηλέφωνο:
«Πατέρα, δεν πιστεύω να ξεχάσεις τα μανιτάρια; Χάθηκα! Τα περιμένουν πως και πως οι γερμαναράδες. Θα με κάψουν στο Νταχάου για Εβραίο….».
Του Μήτσου του ερχόταν τώρα να πάει στα κρεματόρια για να καεί! Κι αφού ήτανε κλειστά (όχι γιατί ήταν Κυριακή, αλλά επειδή είχε τελειώσει η πρώτη ύλη…) έκανε μια βόλτα για να πάρει αέρα, στην ανθισμένη γη, μπας και βρει μανιτάρια…
Κάπου κοντά στα κρεματόρια βλέπει κάποια κοπέλα να μαζεύει κάτι. Μάλλον μανιτάρια υπέθεσε. Εκείνο όμως το οποίο είχε κάνει την περιέργειά του εντονότατη, ήτανε ο πρωτότυπος τρόπος της λήψης τους από την γη. Συγκεκριμένα τα σούβλιζε με κάποιο δεκανίκι χωρίς να τα πιάνει, αν και φορούσε γάντια, και τα έβαζε μέσα σε μια σακούλα νάιλον. Μονολόγησε λοιπόν ο Μήτσος:
«Αυτές οι μαρτάρις θα είνι σίγουρα δηλητηριασμένις, γι αυτό και η τσιούπρα παίρν’ τόσις προυφυλάξεις…».
Να η ευκαιρία να μετατρέψει την αφηρημάδα σε εξυπνάδα, και τη στενοχώρια σε χαρά. Θα μάζευε κι αυτός μανιτάρια και θα τα βάφτιζε όλα Πίνδου. Τέλεια!…
Φεύγει βιαστικά, και επιστρέφει με μια γεμάτη σακούλα νάιλον. Πριν όμως τα χρησιμοποιήσει θέλησε να μάθει για την ποιότητά τους. Ποιος θα του έδινε κάποια εξήγηση; Τα φτωχά γερμανικά του, όπως το γκούτ, το τάγκεσεν, το μόργκεν και μερικές ακόμα λέξεις και φράσεις, που του είχε μάθει ο Γιόχαν, ήτανε πολύ λίγα για να μπορέσει να συνεννοηθεί με την φροϊνλαϊντ. Από την άλλη, πάλι, φοβότανε και το τεράστιο σκυλί της. Μάλιστα, μετάνιωσε και που την χαιρέτησε. Με το που της είπε, Μόργκεν, πήρε την απάντηση από το άγριο γάβγισμα εις τριπλούν: Γαβ γαβ γαβ.
«Κι αυτό Μούργκα θα του λιέν, σαν τουν θ’κό μ’…» συλλογίστηκε ο Μήτσος και χώθηκε μέσα στο παρακείμενο δασάκι.
Όταν ξανασυνάντησε την γερμανίδα σε κάποιο ξέφωτο, θέλησε να το παίξει και ευγενικός. Η ευγένεια τον είχε μαράνει τον καψερό…
Από τις λίγες φράσεις που είχε μάθει ήτανε και η καλή όρεξη.
Μόλις την βλέπει να βάζει ένα φρέσκο μανιτάρι στην σακούλα νάιλον, βγάζει το λεξικό και με βαθιά υπόκλιση της λέει:
«Gunten apetit fourlein!». Καλή σας όρεξη δεσποινίς.
Τις βρισιές μόνο τις άκουσε ο Μήτσος, αφού δεν καταλάβαινε γρι Γερμανικά.
Την δαγκωνιά όμως στον πισινό του από τον Μούργκεν, σίγουρα θα την ένιωθε, και μάλιστα πολύ έντονα, εάν δε γινότανε Σπύρος Λούης. Και εκεί που τον πλησίασε επικίνδυνα, και το σκυλί είχε ανοίξει το στόμα για να τον αρπάξει, στο τσαφ πρόλαβε και μπήκε στο σπίτι του γιου του. Ασθμαίνων δρασκέλισε το κατώφλι, και μόλις τον αντίκρισε ο γιος του Γιάννης τού λέει:
«Τι έπαθες πατέρα και είσαι τόσο αναστατωμένος; Καλά που ήρθα να πάρω τα μανιτάρια. Είδες που τα είχα ξεχάσει…».
«Ιγώ να ιδείς αφηρημάδα! Τι να έπαθα ρα γιόκα! Δε βρήκις άλλου μέρους για δ’λειά; Στου Νταχάου πήγις κι αν’ξις μαγαζί… Φουτιά πήραν τα πουδάρια μ’…».
«Γιατί; τι έγινε; ποιος σε κυνήγησε και κοντανασαίνεις έτσι πατέρα…».
«Μια φουρλάιν μ’ ένα άγρ’ου σκ’λί…».
«Γιατί;».
«Γιατί τ’ ν’ είπα καλή όριξ’…».
«Οι γερμανίδες είναι πάρα πολύ ευγενικές. Μήπως την πείραξες βρε πατέρα. Μήπως την πέρασες για την Κρουστάλλω! Μήπως έκανες καμιά απρεπή χειρονομία! Ό, τι ποθούμε δεν το πιάνουμε στην Γερμανία…».
«Άπαπα… Ιγώ τέτοια πράματα… Γέρασα τώρα…».
«Αλλιώς θα άπλωνες το χέρι… Και δε μου λες; Τι έκανε η κοπέλα όταν της είπες την ευχή; Μήπως έτρωγε;».
«Όχι αρά, μάζουνι μαρτάρις…».
«Αποκλείεται σ’ αυτή την περιοχή. Απαγορεύεται αυστηρά πατέρα».
«Μα αφού τ’ς τσουφούσι μι ένα δικανίκι κι τ’ς έβανι μέσα στ’ σακούλα… Είχι κι του σκ’λι μαζί τ’ς σι είπα κι ούλου σουντούσι…».
«Άρε πατέρα! Μας ντρόπιασες… Τα σκατά των σκυλιών μάζευε η κοπέλα σε μια σακούλα, κι εσύ της ευχήθηκες καλή όρεξη…».
«Τώρα κατάλαβα! Αυτές θα είνι, ως φαίνητι, οι σκατουμαζώχτρις που έκαμέτι κάναν κιρό στου σκουλιό…».
«Εκείνες ήταν σταχομαζώχτρες, πατέρα, και όχι σκατομαζώχτρες. Μάζευαν στάχυα, τα τρίβανε, και με το σιτάρι κάνανε το ψωμί».
«Τέλους πάντους… Καλά που δε μ’ έφτασι ου Μούργκεν να λιες, γιατί θα ’μαν τώρα κανα δυο κιλά αλαφρότιρους… Κι δε μι λιές ρα Γιανν’; Τ’ς μαρτάρις που έμασα τι θα τ’ς κάμου;».
«Μάζεψες μανιτάρια! Σε είδε κανένας άλλος πατέρα! Απαγορεύεται αυστηρά αυτήν την εποχή. Δεν είναι Ελλάδα εδώ… Εκείνες που έφερες από την Ελλάδα τι τις έκανες;».
«Χάλασαν κι τ’ς πέταξα μαζί μι τουν τινικέ…». Τι να έλεγε ο αφηρημένος.
«Και μάζεψες άλλες; Σε είδε κανένας;…».
«Μόγκι η φουρλάιν μι τουν Μούργκα. Καλά, γιατί κάμ’ς έτσ’; Αυτοί μι σκότουσαν τουν πατέρα του ’41, κι ιμένα που έμασα πέντι μαρτάρις θα μι δικάσ’ν κι απού πάνου…».
«Πατέρα! Θα σε κλείσουν στο φρέσκο οι γερμανοί. Πιο φρέσκο και από τα μανιτάρια. Το άκουσες το κουδούνι; Ήρθε κιόλας ο δασοφύλακας. Θα του πεις πως δεν γνώριζες ότι … Άσε, θα του τα πω εγώ καλύτερα, αφού δεν ξέρει ελληνικά».
«Ιγώ λιέου να τουν δώκουμι του κιφαλουτύρ’, κι να πάει στου διάτανου».
«Σιγά να μη του δώσουμε και ξινόγαλο».
Είδε και έπαθε ο Γιόχαν να πείσει το δασοφύλακα να απαλλάξει τον πατέρα του από την αυτόφωρη διαδικασία. Ακόμα και τα γενέθλιά του επικαλέστηκε. Τάχα μου ήτανε μανιταρόφιλος και τα είχε μαζέψει για να τους κάνει το τραπέζι έκπληξη.
Και σε λίγο, να τι διαμείφθηκε όταν ο Γιόχαν ανέβηκε επάνω στο σπίτι…
«Τι έγινε γιόκα;…».
«Σε συγχώρεσε πατέρα, όταν του είπα πως σήμερα γίνεσαι ογδόντα χρονών, αλλά άλλη φορά…».
«Τώρα να ξαναπάου ιγώ για μαρτάρις; Ούτι για βρούβις. Αλλά, κι ουγδόντα χρόνια… πουλλά δεν είνι ρα γιόκα…».
«Γιατί, πόσο είσαι πατέρα;…».
«Καμιά ιβδουμήντα ιννιά…».
«Μωρέ ογδόντα, και πάλι δε θα φτάνανε, εάν δεν του έλεγα πως γιορτάζεις τα γενέθλια. Με τίποτα δεν θα σε συγχωρούσε ο γκάτσιαβος… (ξανθός)».
«Τι γιουρτάζου είπις;».
«Τα γενέθλια Γιόχαν…».
«Τουν Αϊ Δημήτρ’ τουν λιέν γαμέθλια τώρα; Τι καμώματα είνι αυτά πάλι… Ούλου μόδις είστι ιδώ στ’ Γιρμανία. Ακούς ικεί γαμέθλια…».
«Γιορτάζεις την ημέρα που γεννήθηκες πατέρα…».
«Κατά πίσου θα πάμι! Αλλά κι πάλι, για να ξαναγίνου ιγώ μπέμπης, πρέπ’ να πιράσ’ν ουγδόντα χρόνια… Γαμέθλια κι χαζαμάρις…».
«Οι Γερμανοί τα γενέθλια τα δίνουν πολύ μεγάλη σημασία πατέρα».
«Άμα έδουνις κι ισύ σημασία στα γράμματα, θα γιένουσαν καένας δάσκαλους κι δε θα μι κουβαλνούσις στου Νταχάου… Τρεις χρουνιές σ’ έστειλα, κι όλις στ’ν πρώτ τάξ…».
«Εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα τα γράμματα πατέρα».
«Αυτό φταίει, ή που δε τα ’πιρνις ντιπ κατά ντιπ… Στου καπέλου είχις τ’ν κουκουβάγια κι μέσα στου κιφάλι του Μπούφου».
«Πατέρα, κι εσύ δεν πέφτεις παρακάτω. Προ ολίγου τα έκανες μαντάρα…».
«Πού να ήξιρνα, ου Μπούφους, ότι μάζουνι μαρτάρις η τσιουπρα…».
«Κι όμως, το Μπούφο τον τιμήσατε δεόντως στα Γρεβενά. Όπου να κοιτάξεις θα δεις συμπλέγματα από μανιτάρια και Μπούφους…».
«Κι δε μι λιές ρα γιόκα. Γιατί είχιτι τ’ν κουκουβάγια στου καπέλου;».
«Γιατί η κουκουβάγια είναι το πουλί της σοφίας πατέρα!…».
«Θα μι πιργιλάς τώρα ως φαίνιτι… Παρικτός κι άμα η Σουφία τόχει στου μέτουπου του πλί!…».
«Όχι την γειτόνισσά μας Σοφία, βρε πατέρα, αλλά την γνώση. Κατάλαβες;».
«Άκα! Ιτότις, άμα πήγινα κι ιγώ στου Γυμνάσιου έπριπι να είχα στου καπέλου Μπούφου, αφού τα έκαμα μαρτάρα… Ξερ’ς τι μ’ έγραφι ου δάσκαλους στ’ν έκθις; Αφκράς: Τα χέρια σου Δεμήτρη θέλουν κόψεμο… ».
«Δεν είχε άδικο. Άκου αφηρημάδα. Να ξεχάσεις να φέρεις τα μανιτάρια».
«Αλήθεια ρα Γιανν, δε σι ρώτσα, τσ’ μαρτάρις τι τσ’ έκαμις;».
«Τσ’ έκρυψα στου κατώι. Τράβα πάρτις για να τσ’ μαγειρέψ η Μαργκίτα».
«Άπαπα! Ούτε να τις δει. Η γυναίκα μου εξαιτίας των μανιταριών είχε χάσει μια μάνα και δυο μητριές…».
«Πώς έγινι;…».
«Η μάνα που τ’ γέννσι πέθανι από δηλητηρίασ’. Τ’ν είχι φέρ ου σύζυγός της (και πεθερός μου) μαρτάρις και μόλις τ’σ έφαγι τα τίναξι!…».
«Η δεύτερη;».
«Κι αυτήν από δηλητηρίασ’ πήγι. Μόλις έφαγι τ’σ μαρτάρις, που τ’ς είχι μαγειρέψ ου σύζυγους (κι πεθερός μ’) πέθανι».
«Α! τώρα κατάλαβα. Γι αυτό ζήτησες να σου φέρου δικές μας. Και η τρίτη;».
«Τ’ σκότουσι ου πατέρας τ’ς (κι πεθερός μ’)».
«Γιατί;…».
«Γιατί δεν έτρωγι τ’ς μαρτάρις που την είχι δώσ’!…».
«Καλά, πόσους πεθερούς έχεις βρε γιόκα μου δεν μου λες;».
«Έναν! Οι πιθιρές ήταν πολλιές πατέρα…».
«Κι τώρα, πού βρίσκετι ου πεθερός σ’ Γιάνν;».
«Κάτου απού τ’ς μαρτάρις. Φύτρουσαν τόσες πολλιές στου μνήμα τ’, λες κι είχι γιουμάτα τα τζιόπια μι σπόρια!… Λιες να μάσουμι κάμπουσις απού κανα κιβουρ απ’ του Ναχάου; Που θα μας καταλάβ’ν οι Γιρμανοί».
«Μην το ξαναπείς αυτό! Και από τι πέθανε ο πεθερός σου Γιάννη;».
«Έπαθι δηλητηρία σ’! Η τρίτ’ μητριά τ’ς Μαργκίτας του πονηρεύκι κι άλλαξε κρυφά τα πιάτα…».
«Για καλό και κακό, να τα αλλάζεις κι εσύ γιόκα μου. Πού ξέρεις τι γίνεται! Μπορεί να είναι κληρονομικό!…».
Τάδε έφη Ζαρατούστρα… από τα Μανιταροχώρια! Καμιά σχέση με τα Ζαγοροχώρια!