vandal

συμπλευση

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

ΚΟΥΡΚΟΥΤΙΑΣΕΣ;

 

 

Ο Μήτρος ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια αγριογκορτσιά στο “Σιόποτο” (το κεφάλι στον ίσκιο, ο υπόλοιπος στον ήλιο).  Βοσκούσε τα πρόβατα και απολάμβανε τον μεσημεριανό χειμερινό ήλιο. Στα προσήλια ήταν χαρά Θεού και είχε βγάλει έξω τα ζωντανά για να βοσκήσουν, αλλά και για να στεγνώσει το μαντρί. Ήταν προχωρημένο μεσημέρι και η σκέψη του τριγύριζε γύρω από το μεσημεριανό που έφτιαχνε η Μήτραινα. Όχι τόσο για το ίδιο το φαΐ, αλλά γιατί είχε πεθυμήσει να πιει καμιά ρακή. Επιθυμούσε λοιπόν καλό φαΐ για να τραβήξει καμία παραπάνω…

– Ρακή, μουρμούρισε, δες που μας το έκαναν τσίπουρο τώρα (σαν τσίπουρο την παράγγελνε στο καφενείο στα Γρεβενά).

-Αμ τον τούρκικο καφέ ελληνικό; Τέλος πάντων…

Ο Μήτρος δεν είχε φιλολογικές ανησυχίες, αλλά ήθελε, βρε αδερφέ, να συνεννοείται βάσει των ελληνικών που είχε μάθει από τη μάνα του και να μην ακούει τις εξυπνάδες για χωριατίλα και τα παρεμφερή. Άντε πες εσύ αλλιώς την “κουτουλουόμτσα” σκέφτηκε. Και βέβαια δεν θα είχε μπει ποτέ στον πειρασμό να αναλογιστεί γλωσσικές διαμάχες, αν η Μήτραινα ήταν από το χωριό και κάτεχε όλον τον γλωσσικό Κουσκότικο πλούτο.

-Ανάθεμα την, σφύριξε ανάμεσα από τα δόντια, ανάθεμα την, και θυμήθηκε που και άλλη φορά είχε την ίδια επιθυμία για ρακή και εκείνη η αθεόφοβη του είχε μαγειρέψει αλευριά με κόκκινο πιπέρι. Άντε πιες εσύ ρακή μ’ αλευριά με κόκκινο πιπέρ΄.

-Καλά μα γυναίκα τραϊ είμαι, στα τραϊά δίνω κόκκινο πιπέρ’ για να μαρκαλίσουν…

Οι αλευριές ήταν κοινό φαγητό και η μάνα του είχε μάθει στη νυφαδιά όσα από αυτά τα φαγητά δεν τα γνώριζε εκείνη. Αλευριά με κεφτέδες, αλευριά με ψάρι, αλευριά με κόκκινο πιπέρι κλπ. Η Μήτραινα είχε γίνει καταπληκτική στο μαγείρεμα τους, αλλά δεν έλεγε να χρησιμοποιήσει τον όρο αλευριά και έλεγε κουρκούτ’. Άντε να δεχτούμε ότι κουρκούτι είναι ο χυλός που βουτάμε τις μελιτζάνες, τα μανιτάρια, το μπακαλιάρο κλπ για τηγάνισμα όχι και οι αλευριές…Αλλά αυτή συνέχιζε.

-Κεφτέδες με κουρκούτ’ μαγείρεψα Μήτρο. Ο Μήτρος γελούσε γιατί η μάνα του κουρκούτ’ έλεγε το ψιλό τσάκσμα με νερό που τάιζαν το γουρούνι και σκέφτονταν ότι και αυτός έτρωγε σαν γκουτσιούν’, όταν έτρωγε τις αλευριές της γυναίκα του, που του άρεσαν πολύ. Δεν θύμωνε λοιπόν.

-Κεφτέδες με κουρκούτ’  έλεγε η Μήτραινα, με κουρκούτ΄ συμφωνούσε κι αυτός, μα με αλευριά τους έτρωγε…

Σφύριξε απαλά. Τα ζώα κατάλαβαν και κίνησαν για το μαντρί. Ο Μήτρος τα τακτοποίησε στο μαντρί και πήρε  το δρόμο του γυρισμού. Άνοιξε την αυλόπορτα και δρασκέλισε ανυπόμονα την αυλή. Μπήκε στο σπίτι. Η Μήτραινα πήρε να στρώσει το τραπέζι…

-Τι φαϊ έχουμε, έκανε ο Μήτρος.

-Πατάτες με κουρκούτ’.

Ένιωσε τον πόθο του για ρακή, που είχε θεριέψει μέσα του, να κουρκουτιάζει το μυαλό του. Η θύμηση του παλιού παρόμοιου περιστατικού έγινε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

-Εεε όχ’ και οι πατάτες με κουρκούτ’…ούρλιαξε, μ’ αλευριά οι πατάτες! Κουρκούτιασες ντιπ για ντιπ, μι  φαίνεται. ΚΟΥΡ-ΚΟΥ-ΤΙΑ-ΣΕΣ…

 

Κλωνάρας Θεόδωρος

 

Εδώ η συνταγή πατάτες μ΄αλευριά (το φαγητό είναι σούπα. Για το λεξιλόγιο ρωτήστε κάνα τρανύτερο).

 

Συνταγή για άτομα μιας παλιάς φαμ’λιάς.

 

-Μ’ση πουδιά πατάτες.

-Ένα απλόχερο αλεύρ’.

-Μ’σο κεφάλ’ σκόρδο.

-Δυο χλιάρια πελτέ ντομάτας.

– Λάδ’.

-Νιρό.

-Μια χιριά μακεδονήσ’.

-Αλάτ’.

 

Εκτέλεση

 

Ρίχνουμε το λάδι στην κατσαρόλα και τις πατάτες και τσιγαρίζουμε ελαφριά. Προσθέτουμε το αλεύρι και συνεχίζουμε για λίγο το τσιγάρισμα. Προσθέτουμε και τον πελτέ που τον λιώσαμε σε ένα ποτήρι με λίγο νερό, μπόλικο κρύο νερό, το σκόρδο το μακεδονήσι και αλάτι.

Αν η σούπα μας είναι πολύ πηχτή, λόγω του αλευριού, προσθέτουμε λίγο νερό την ώρα που βράζει, αν είναι πολύ αραιή προσθέτουμε λίγο αλεύρι λιωμένο σε κρύο νερό.

 

Σερβίρουμε με ζεστό σπιτικό ψωμί ή αλλιώς παλιό ψωμί μπρουσαλσμένο. Η φέτα ή το ξ’νό τυρί συνοδεύουνε καταπληκτικά το φαγητό μαζί με μια ρακή (τσάμπα θύμωσε ο Μήτρος και το μετάνιωσε βέβαια μετά) ή μια κούπα κρασί… Καλή σας όρεξη!

Δείτε ακόμα