Άλλους Μπρίτς και Άλλους του Φλουρί!!!
ΘΩΜΑΣ ΑΘ.ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ Κυδωνιώτης
Χαραή ν’Κυριακή,ξεκίντσαν τ’νύφ για τουν γαµπρό. Μπροστά τα µπρατίµια, πίσου οι νταουλτζήδες που έπεζαν ένα τραγούδ που ράγιζιν κι τσ’σκληρότερες καρδιές κι προ πάντων τν καρδιά τς νύφς που φεύγουντας απ’ του πατρικότς του σπίτ, έκλεγιν στ’αλήθεια. Οι συµπεθέρ κι’απ τα δυό τα µέρη, συνόδευαν τ’νύφ. Του γαµπρού µπροστά, τσ’νύφς ακολουθούσαν κι στ’ µές, η νύφ. Στου µεγάλου τ’ανώϊ τ’γαµπρού, γίνκαν τα στεφανόµατα.Στου τέλους οι ακαλεσµέν χιρέτσαν τα στεφάνια, συγχάρκαν τα νιόπαντρα κι οι κοντινότερ συγγενείς δώρσαν στ’νύφ απουκάνα φλουρί. Υστερα, έβαλαν στου κιφάλιτς την κλούρα τ’ς κουµπάρας κι στου δεξί τουχέρτς µια κανάτα άσπρ, ουκάρκ γιουµάτου κρασί κι την πήγαν µέσα στουν καλό τουν ουντά όπου, αφού την πήραν τα βάρη, την έβαλαν στν πρώτ τ’θές του δωµατίου όπου ,στάθκιν ώρις όρθια σαν τιµωρηµέν µαθήτρια, η καηµέν. Του σµιθέρ έπιασιν όλόϋρα τα κριβάτια µε τα φανταχτερά κιλίµια κι πρώτους στρώθκιν στ’ γουνιά, ου πατέρας τ’γαµπρού µι τα κινούργια ρούχα. Ο µπάρµπα Μήτρους που ήταν ένας άνθρωπος αγαθός, αµα κ’ αψής, έβγαλιν τν ταµπακιέρα απ του ζνάρ, τύλξιν ένα τσιγάρου,τόβαλιν στου τσιµπούκιτ, τάναψιν κι πάφ -πούφ του κάπνιζιν ευχαριστηµένους που πάντριβιν του πρώτου του πιδίτ. Τα κεράσµατα πάϊναν, γυρνούσαν. Ενα κουρίτς µ’έναν δίσκουν ασήκουτον γιοµάτουν ποτηράκια ρακί, µι δυό ουκάδες πελτέ κι κυδωνάτο γλυκό, πουτήρια µε νερό κι κουταλάκια, σέβινιν κι έβγινιν, κιρνούσι τρέµοντας απ του βάρους του δίσκου. Οι ευχές έπιρναν κι έδουναν. Να ζήσουν µπαρµπα Μήτρου. Να τσ’χαίρισι. Κι στο Μικρότερο. Φχαριστώ, φχαριστώ, απαντούσιν εκείνους. Οτ ‘ αγαπάτε κι στς’χαρές σας! Η µάνα τ’γαµπρού που δεν ήταν σίγουρ για το φέρσιµο τ’γιούτς, τον ορµήνεψεν απού νωρίς: Κοίταξε καλά πιδίµ, τώρα στο φαϊ να µη λές πολλές κουβέντες. Να µετράς τα λόγιας’ , κι όταν σιπατήσου του πουδάρ , να σταµατήσεις να τρώς για να µη σι πάρουν τα πεθερκάς για πολυφαγάν. Κοντά το γιόµα, έβαλαν τους σουφράδες, γύρο τους, έριξαν τα µισάλια, έφεραν διάφορα φαγητά, σούπα, κοτοπουλα,κρέας µι πατάτες, χαλβά σιµιγδαλένιο, κρασί κι στου τέλους πιλάφ µε µπόλικ ζάχαρ. Ο µπαρµπα Μήτρος που είχε το γενικό πρόσταγµα, έκαµιν ν’αρχή κι’ όλοι τους ρίθκαν στο φαϊ γιατί ήταν ξενισκουµέν. Τα πιρούνια, χλιάρια, πιάτα θορυβούσαν κι’ όλοι τους τρώγαν και ίπναν κρασί. Μοναχά ο γαµβρός σιλουϊασµένος µιτρούσιν τις µπουκιές κι δεν έλεγιν τίποτα. Η πιθιράτ’ , που τον τηρούσιν µε απορία για να τουν δώς λίγο θάρους, τουν σκούντσιν κι του είπιν : Πές µας κι σύ γαµπρέ τίπουτα! Αλών……….Ταψί…..απάντσιν ου γαµπρός κι αποτραβίχθκιν απ’ του σουφρά κι σταµάτσιν να τρώει . Φάε γαµπρέ, τι σταµάτσις από τώρα; Χόρτασα, είπεν εκείνος κι ας έκοβιν λιόρδα. Βούηξιν ου νουντάς από τα γέλια. Η µάνατ’ απουρεί κι αυτή γιατί σταµάτσιν, αφού δεν του είχε δώς το σύνθηµα.Κι παρακαλούσιν να φάη. Που να ξέρ όµως, ότι η γάτα περνούσιν κάτ απ’ του σουφρά κι είχεν πατείς του πουδάριτ ; Η νύφ’ όρθια ώρες, νησκιά, λαχταρούσιν να πάρ κ’ αυτή κανέναν µεζέ.Που να ξαµώς όµως, µπροστά στα πεθερικάτς. Αντρουπή.
Η κουµπάρα που καθόταν δίπλατς την τάϊζιν, όπως ήταν τ’αντέτ καµιά µπουκιά, αµ’ η κλιά δεν γεµίζ µη τα ψέµατα. Βλέπουντας όµως τουν καλότς να µη τρώει, παρηγοριούνταν ότι κιαυτός για χατήριτς τάχα ,έµεινε νισκός.
Αφού καλόφαγαν, καλοήπιαν κι τραγούδσαν, ησύχασαν για να πιούν τον ρουβιθένιο καφέ που διάταξιν ου µπαρµπα- Μήτρος. Μέσα στην ησυχία κι σιωπή,ξαφνικά ακούσκιν ένας δυνατός βρόντους που έκαµιν όλους να κοιτάζουντι ο υ ένας µι τουν άλλον κι να χαµογελούν. Ο µπαρµπα Μήτρος που πήρε χαµπάρ τι γίνκιν, γκούρλουσιν τα µάτια κι κοιτάζουντας τα πιδιά, φώναξιν δυνατά: Ποιος έκαµεν µπρίτς,µπρέ; Θα σας βγάλου τα µαλλιά, κιρατούλια. Τα πιδιά δεν έβγαλαν λαλιά,αφού δεν έφτεγαν. Πέ µου εσύ µπρέ Γιώρ: Γιατί τόκαµις; ∆εν….∆έν τόκαµα ιγώ, µπαρµπα Μήτρο. Να, έλα , µίρσιµι. Μα ο Μήτρος, επέµινε ώσπου, ένας ανιψιόςτ σήκουσι του χέριτ σα µαθητής κι είπιν : Ιγώ µπάρµπα. Να µι σχουρέϊς. Μ’ έφυγιν, µ’ απολίθκιν.Να µε συµπαθάς. Η απολογία του ανιψιού τ’ εφχαρίστησε τον θείο κι έβγαλεν από τουν κόρφου τς’σακούλα,πήρε ένα φλουρί κ ι τόδωκεν στον ανιψιότ’.Μπράβο,πάρε το φλουρί για τουν κόπους. Η νύφ που παρακολούθησιν ολν αυτήν τ’φασαρία µε µιγάλ αγωνία και φόβουν ,να µην τ΄ν καταλάβουν ότι αυτή, θέλτς απ του σφύξµου, θελτς από νουρθουστασιάτς, θέλτς απ τ’άντερατς τα άδεια, έπαθεν αυτόν τον χατά, έσκιψιν στ’αυτί τ’µάνατσς κι µι σιγανή φωνή κι µιγάλου παράπουνου για τ’ν αδικία που γίνουνταν, νείπεν, χωρίς ν ακουστεί: Μάνα, Αλλους Μπρίτς και Αλλούς του Φλουρί!!!