Το Ιντερνετ καφέ!…
γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Στο ΚΑΠΗ αυτό τα λέγανε όλα. Κι όσοι δεν είχαν δόντια, και δεν φορούσαν μασέλα, τα λέγανε και αμάσητα! Στην κυριολεξία!… Εξηγούμαι λοιπόν:
Όποιος έκανε παρέα με τον Μπεκάτσα, μάθαινε τα πάντα για τα εφόδια του κυνηγού και τον τρόπο του κυνηγιού θεωρητικά!
Όποιος έκανε παρέα με τον Μαρίδα, μάθαινε τα πάντα για τα σύνεργα της ψαρικής και τον τρόπο του ψαρέματος θεωρητικά!
Όποιος έκανε παρέα με τον Μπούφο, (επίθετο κι αυτό να σου τύχει), μάθαινε για όλες τις ποικιλίες των μανιταριών, αλλά θεωρητικά. Θα μου πείτε, τι σχέση έχει ο μπούφος με τα μανιτάρια! Έχει και παραέχει. Κι αν δεν είχε, τον έκανε ο δήμος να έχει. Σε όλα τα συμπλέγματα των μανιταριών τα οποία κοσμούν την πόλη μας ο μπούφος κάθεται στην κορυφή, σαν το κερασάκι στην τούρτα, λες και τα κλωσάει! Κι αν αμφιβάλλει κάποιος, να που είναι η πλατεία της 25ης Μαρτίου… Ας πάει να τον δει.
Όποιος έκανε παρέα με τον καπετάν-Μπαζούκα, μάθαινε για όλες τις μάχες, στις οποίες είχε πάρει μέρος κατά τον εμφύλιο πόλεμο, και κυρίως για τα κατορθώματά του. Εκτός φυσικά από την μάχη στον Γρανικό ποταμό! Κι αυτό, γιατί εκείνη τη μέρα ήτανε τραυματίας! Κι όταν μάθει πως ο ποταμός αυτός δεν έχει καμιά σχέση μα τον Γρεβενίτη, θα κάνει πολλές μέρες για να βγει στην πιάτσα!
Όποιος έκανε παρέα με τον Λάπτοπ, μάθαινε τα πάντα για τα κινητά, τα κομπιούτερ, και γενικά για την υψηλή τεχνολογία, αλλά πρακτικά! Κι αυτό, γιατί το λάπτοπ δεν το αποχωριζόταν ποτέ του. Κι όταν τον έβλεπε κάποιος να δρασκελίζει το ΚΑΠΗ έλεγε: Τι δουλειά έχει ο κύριος διευθυντής της Εθνικής τράπεζας με τους παππούδες; Να γιατί του κολλήσανε το εργαλείο αυτό και ως παρατσούκλι! Ο κύριος Λάπτοπ!
Κι όποιος έκανε παρέα με τον βοσκό Γκλίτσα, μάθαινε τα πάντα για την παράδοση. Κι αν άρχιζε την κουβέντα από το ξεκίνημά του για το χειμαδιό της Χαλκιδικής, άντε να φτάσει στο δεύτερο πόδι, με τα διακόσια μέτρα την ώρα που περπατούσαν τα γιδοπρόβατά του, βοσκώντας ταυτόχρονα!
Όλοι αυτοί οι τύποι είχαν και το ακροατήριό τους. Ήταν μικρά θεατράκια με σκηνικό και πλατό ένα τραπέζι με μερικές καρέκλες γύρω τους. Το μόνο τραπέζι το οποίο είχε μόνο δυο άτομα ήταν αυτό του Λάπτοπ με του Γκλίτσα. (Παρατσούκλια αμφότερα). Κι αυτό, γιατί κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να τους παρακολουθήσει. Τον πρώτο, γιατί δεν γνώριζε από κομπιούτερ. Και τον δεύτερο, γιατί ήταν πολύ κουραστικός!
Είχαν συμφωνήσει να μοιράζονται την κουβέντα ακριβοδίκαια. Τη μια μέρα μιλούσε ο Λάπτοπ για το ιντερνέτ. Και την άλλη μέρα ο Γκλίτσας για το κοπάδι. Λες και ήταν ετερήμεροι, σαν τους Διόσκουρους! Άντε να δέσει το λάπτοπ με την γκλίτσα! Άντε να δέσει κι ο συνταξιούχος υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας με το συνταξιούχο του ΟΓΑ. Κι όμως, σχεδόν τα βρίσκανε. Μόνο που, ενώ ο Γκλίτσας θαύμαζε το εργαλείο του Λάπτοπ, ο Λάπτοπ λυπόταν πάρα πολύ το φίλο του με την κρανίσια γκλίτσα και τον παλιμπαιδισμό του. Δε χόρταινε να του μιλάει με νοσταλγία για τα παλιά!
Αυτά τα δυο παρατσούκλια, Λάπτοπ και Γκλίτσας, είχαν ως ανάδοχο κάποιο θαμώνα. Στον κύριο Λάπτοπ μάλιστα δώσανε και δεύτερο παρατσούκλι. Τον βάφτισαν και Ίντερνετ! Να μην ακουγότανε σαν αγγλοσάξωνας! Ο κύριος Λάπτοπ Ιντερνέτ! Λες κι αυτό ήταν το ονοματεπώνυμό του! Κι ας τον αποκαλούσε Ζλάπτοπ ο Γκλίτσας, συνειρμικά!…
Κάποια μέρα ο κύριος Λάπτοπ είχε ξεχάσει το εργαλείο του στο σπίτι και κάλεσε το φίλο του Γκλίτσα για καφέ. Πού; Πού αλλού! Στο Ιντερνέτ καφέ! Να και η γκαρσόνα:
«Παρακαλώ έναν καπουτσίνο!…» είπε ο κύριος Λάπτοπ στην κοπέλα η οποία, με το που καθίσανε, είχε πλευρίσει το τραπέζι τους για να πάρει την παραγγελία.
«Ο κύριος;» είπε απευθυνόμενη στον κύριο Γκλίτσα.
«Κι εγώ έναν πουτσίνο!…» είπε, για να δείξει πως ήταν κι αυτός μοντέρνος και δεν θα έπινε σκέτο ελληνικό χωρίς ζάχαρη… όπως τον έπινε νωρίτερα.
«Μας τελείωσε…» του είπε η κοπέλα, νομίζοντας πως είχε αστειευτεί, αφού γνώριζε πως έπινε πάντα σκέτο ελληνικό χωρίς ζάχαρη!… (ο πλεονασμός βοσκού…)
Και να! Πάνω στην ώρα ήρθε και το λάπτοπ! Του το είχε φέρει ο γιος του.
Οπότε ο κύριος Γκλίτσας κρατούσε την γκλίτσα στο χέρι, ως σήμα κατατεθέν. Και ο κύριος Λάπτοπ το λάπτοπ! Κι όταν έπαιρνε το λόγο ο προοδευτικός τραπεζίτης μιλούσε με τέτοια κομπορρημοσύνη, λες και το κομπιούτερ ήταν δική του εφεύρεση! Κι όπως πάντα, μετά από κάποια θεωρητική εξάσκηση, συνέχιζε με την πρακτική:
«Γκλίτσα! Άμα πατήσεις αυτό το κουμπί κάνει τα γράμματα πιο μεγάλα. Άμα πατήσεις αυτό, τα κάνει κόκκινα. Κι άμα θέλεις να βρεις κάτι άλλο, οτιδήποτε, ακόμα και πονηρό, θα το βρεις μέσα σ’ αυτό το κουτί. Εδώ βρίσκεται όλος ο κόσμος…».
«Ε, όχι κι όλος ο κόσμος!» του είπε ο Γκλίτσας με έκδηλη αμφιβολία.
«Μα αφού χθες μίλησα με τον αδερφό μου στην Αυστραλία και ταυτόχρονα τον έβλεπα! Αμφιβάλλεις;».
«Πφφφφ!… Αερίστηκε πάλι ο χοντρός από δίπλα. Μάλλον έφαγε τουρσί! Εγώ όμως δε θα σου βάλλω να μου βρεις δύσκολα και μακρινά πρόσωπα, αλλά κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά μας! Πιάσε την πορδή του χονδρού άμα μπορείς!…».
«Αμέσως! Μισό λεπτό να γράψω αναζήτηση!» είπε ο κύριος Λάπτοπ.
«Μη βιάζεσαι κύριε Λάπτοπ! Πες τον χοντρό να μας κάνει ακόμα μια δωρεά! Τον βλέπω πολύ σκεφτικό. Σαν μωρό την ώρα που τα κάνει…».
Ο κύριος Λάπτοπ, μετά το γράψιμο της πορδής, είπε στον Γκλίτσα:
«Τώρα λοιπόν θα πατήσω έντερ, αφού θέλεις να μάθεις τα πάντα!…».
«Το έντερο το λένε έντερ στα αγγλικά; Μην το πατάς καλύτερα, γιατί έτσι και ενεργοποιηθεί θα γίνει το ΚΑΠΗ Τσερνομπίλ!…Πω πω τεχνολογία!…».
«Αυτό το κουμπί έχεισχέση… με το έντερο Γκλίτσα! Κατάλαβες;».
«Δεν έχω χέσει, αλλά τέλος πάντων! Λες να μας χέσει κι από πάνω ο χοντρός; Πολύ σκεπτικός είναι πάλι! Πφφφφφφ! Βισμούθιο έκανε την εμφάνιση στο χώρο, παρότι αόρατο!».
Ο Λάπτοπ πάτησε έντερ και να τη η πορδή σε πέντε αράδες! Οπότε τις διαβάζει αργά:
(…) Πορδή! Η κοινή πορδή είναι αυτή η οποία ακούγεται πιο συχνά από όλες. Η ενδόμυχη πορδή δραπετεύει μόνο όταν κάποιος θέλει τόσο πολύ να αεριστεί, αλλά, δεν του το επιτρέπει το περιβάλλον! Αυτή είναι η δόλια πορδή. Υπάρχουν διάφορα είδη πορδών. Υπάρχει η υγρή, η σφιχτή, η σκαστή, η τριζάτη, η κομπολογάτη κλπ. Έχουν όμως έναν κοινό παρονομαστή! Πετάγονται όλες σαν πορδές!… (…)
«Είδες που έχω δίκιο; Ο Μπαμπινιώτης τα λέει αυτά!» είπε ο κύριος Λάπτοπ.
«Δε γίνεται να ακούγονται κιόλας;».
«Ό,τι θέλει ο πελάτης!… Μισό λεπτό Γκλίτσα».
Σε λίγο ακούστηκε από το λάπτοπ ένα παρατεταμένο τζούουουτ, κι ο χοντρός του διπλανού τραπεζιού σηκώθηκε για καβγά. Οπότε ο τραπεζίτης λέει στο Γκλίτσα:
«Είδες φίλε μου ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενδόμυχης και ξεδιάντροπης πορδής; Δε φτάνει που μας καταβρόμισε ο χοντρός, ζητά και τα ρέστα από πάνω…».
«Πω πω! Τι τεχνολογία είναι αυτή!…» είπε πάλι ο Γκλίτσας με θαυμασμό!
«Δεν είδες τίποτα ακόμα. Καλά βρε! Δεν άκουσες να λένε για κάποιους πως έκλασαν μέντες!… Ή και πατάτες ακόμα!…».
«Δυστυχώς, προηγήθηκαν οι δικές μας στα Ίμια. Τις έριξε το σταφιδόψωμο! Εκείνος ο λιανός Σημίτης με τον χοντρό Πάγκακο!…» είπε ο Γκλίτσας.
«Σήκω! Σήκω να φύγουμε! Πολύ σκεπτικό τον βλέπω πάλι τον χοντρό! Τι έφαγε ρε γαμώ το!».
«Τι άλλο από το εθνικό μας φαγητό! Φασόλια γιαχνί μου είπε!…».
«Μωρέ και άχυρο στο παχνί να φάει αυτός θα αδειάσει το ΚΑΠΗ! Πάμε!…».
Υ.Γ. Το Τοπ Καπί ιδρύθηκε από τον Μεχμέτ τον πορθητή το 1459. Μόλις έξι χρόνια μετά από την άλωση της Πόλης!
Το στοπ ΚΑΠΗ! (Κέντρο Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων) Ιδρύθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1984. Μόλις… μετά από 531 χρόνια!
Σήμερα υπάρχουν 900 ΚΑΠΗ. Και μόλις σκοντάψει κάποιο γεροντάκι σε ένα από αυτά, λέει: Στοπ ΚΑΠΗ!