Ο δερματοστίκτης
(γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας)
Μπορεί ο Αλέξανδρος Μίκας να ήταν αχθοφόρος, αλλά μ’ αυτό δεν πάει να πει πως δεν είχε κι αυτός δικαίωμα στη μόδα! Κι αφού στη μόδα ήταν το τατουάζ, μια και δυο στο εργαστήρι του κυρίου Πάρι Θαλασσινού. Kατά κόσμον Γοργόνα! Το παρατσούκλι του αυτό έβγαζε μάτια! Χειμώνα καλοκαίρι φορούσε κοντομάνικα πουκάμισα, κι αμάνικα γιλέκα, για να διαφημίζει τη δουλειά του. Την υπέροχη τατουάζ γοργόνα και την οποία είχε φιλοτεχνήσει στο δεξί του μπράτσο. Γιατί στο δεξί! Απλούστατα! Γιατί, ως αριστερός, στο αριστερό του χέρι είχε το ίνδαλμά του. Τον επαναστάτη Τσε Γκεβάρα!
Με το καλημέρα, ο Αλέξανδρος μπήκε κατ’ ευθείαν στο θέμα κι ο διάλογος που θα ακολουθήσει θα μείνει στην ιστορία ως ένας από τους ευτράπελους τίτλους, και τους οποίους κολλάνε οι θεατρικοί συγγραφείς σε επιθεωρήσεις. Όπως: ο Τατουαζάς, Πακέτο Ντελόρ, Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, κλπ.
«Κύριε Τατουαζά!… Θέλω να μου κάνεις κι εμένα ένα τατουάζ!».
«Δερματοστίκτης παρακαλώ! Και πού το προτιμάτε κύριε, αν επιτρέπεται;».
«Όπου μου πεις εσύ! Δεν έχω κανένα πρόβλημα! Εσύ είσαι ο μάστορας…».
«Δερματοστίκτης επαναλαμβάνω! Ούτε τατουαζάς, κι ούτε μάστορας».
«Δηλαδή;».
«Χαράκτης ανθρωπίνου δέρματος!».
«Τομαροκόφτης… σαν να λέμε!
«Άιντε πάλι!…».
«Και πόσο πάει το μαλλί;».
«Εάν έχετε και στο υπόλοιπο σώμα, όσο μαλλί βλέπω στα χέρια σας, εκατό ευρώ το σχέδιο…».
«Έγινε.! Πάρε τα εργαλεία και ξεκίνα».
«Μη βιάζεστε. Πρώτα θα μου υποδείξετε το μέρος του σώματος όπου θα σας κάνω το τατουάζ, και φυσικά το σχέδιο που επιθυμείτε! Να! Εδώ έχω και το προσπέκτους!».
«Μπορείς να μου κάνεις τατουάζ στη γλώσσα;».
«Γιατί στη γλώσσα;».
«Γιατί μόνο εκεί δεν έχω τρίχες…».
«Κι αυτό μπορεί να γίνει, αλλά πώς θα το δείχνετε στον κόσμο; Δεν είναι αγένεια να τους βγάζετε τη γλώσσα!…».
«Τότε, πού μου προτείνεις εσύ να το κάνω; Για πες μου σε παρακαλώ!».
«Στο μπράτσο, στον ώμο, στον καρπό, στη γάμπα… Όπου θέλετε».
«Μα αφού το πρόσεξες κιόλας πως είμαι πάρα πολύ μαλλιαρός!… Μπορείς να κάνεις τατουάζ σε λάγιο πρόβατο!…».
«Αν το ξυρίσω, γίνεται και στο πρόβατο! Για σηκώστε λιγάκι τα μανίκια…».
Βγάζει ο Μίκας το μπουφάν, σηκώνει τα μανίκια, και τι να δει ο καλλιτέχνης!… Ένα χιμπατζή με κοντομάνικα! Οπότε του λέει:
«Για σηκώστε λιγάκι τα μπατζάκια για να δω και τη γάμπα σας;».
Σηκώνει τα μπατζάκια ο Μίκας και τι να δει ο Γοργόνας! Κάτι μαλλιαρά πόδια σαν κι αυτά του βίσονα!
«Για ξεντιθείτε από τη μέση και πάνω;» του προστάζει, λες και ήταν νεοσύλλεκτος ο οποίος περνούσε περιοδεύων!
Βγάζει ο Μίκας το πουκάμισο με το φανελάκι, και τι λέτε να είδε αυτή τη φορά ο δερματοστίκτης! Την ζούγκλα του Αμαζονίου! Πολύ καλά ακούσατε. Κι αν την προτιμάτε σε πανίδα, μητλς μαϊμού!
«Μήπως σας έχει κάνει με χιμπατζή η μάνα σας; Πώς είπαμε σας λένε;».
«Αλέξανδρο Μίκα, αλλά πού να θυμάμαι τώρα!… Εκείνο όμως το οποίο με κάνει να ανησυχώ, και την απορία μου βάσιμη, είναι που ο πατέρας μου έχει γαλατένιο κορμί! Ίδιο καθαρισμένο πράσο… Λες να!…».
«Αλέξανδρο είπατε πως σας λένε! Έτσι δεν είναι; Εάν σας κάνω την προσωπογραφία του μεγάλου στρατηλάτη μας στο μπράτσο θα σας πάει γάντι. Δείτε λιγάκι την γοργόνα μου!».
«Την βλέπω! Θα συμπεθεριάσουμε κιόλας… Δυστυχώς όμως δε γίνεται να ξυρίζομαι κάθε μέρα! Εγώ, για να απαλλαγώ από αυτό το μπελά, άφησα σκόπιμα μούσι, και μου λέτε τώρα να ξυρίζω το χέρι κάθε τόσο…».
«Αλήθεια, έχετε πάρα πολύ ωραίο μούσι. Ίδιος ο Τσε Γκεβάρα!».
«Το κομούνι;».
«Γιατί αυτός ο αντικομουνισμός! Τι επαγγέλλεστε κύριε Μίκα;…».
«Χαμάλης…».
«Αχθοφόρος θα λέτε. Εγώ γιατί δεν λέω πως είμαι τατουαζάς…».
«Άμα το κάνω αχθοφόρος, θα είναι πιο ελαφριά τα τσουβάλια που κουβαλάω στην πλάτη;».
«Χαμάλης και καπιταλίστ ο δικός σου… δηλαδή! Πού κολλάει αυτό!…».
«Ποιος δικός μου μωρέ… Άσε τώρα τις ξένες γλώσσες και πες μου τι θα γίνει με τη δουλειά. Μόνο εγώ δεν έχω τατουάζ στο γραφείο μεταφορών του Πειραιά όπου εργάζομαι».
«Αφού είστε σαν μαϊμού, μόνο στο πισινό μπορούμε να κάνουμε κάτι… Μόνο εκεί δεν υπάρχει μαλλί!».
«Προφανώς εννοείς κανένα τατουάζ του κώλου… Θέλω καλή δουλειά φίλε!».
«Σοβαρολογώ! Δεν ακούσατε να λένε πως η τάδε, μετά το μπότοξ στο πρόσωπο, έχει γίνει σαν της μαϊμούς τον πισινό;…».
«Και ποιος θα το δει εκεί πίσω;».
«Είναι πολύ απλό! Θα γίνετε γυμνιστής!».
«Τι βλακείες είναι πάλι αυτές που μου τσαμπουνάς! Πώς θα γίνω γυμναστής χωρίς να ξέρω γράμματα! Μέχρι την τρίτη δημοτικού πήγα και δεν την έβγαλα κι αυτή. Αλλά κι αν γίνω, θα κάνω γυμναστική ξεβράκωτος;».
«Γυμνιστής είπα, κι όχι γυμναστής. Θα κάνετε μπάνιο στη θάλασσα ολοτσίτσιδος…».
«Και τι λες να ζωγραφίσεις εκεί πίσω;».
«Μια νεκροκεφαλή με τα παρελκόμενα!… Τι σου λέει;…».
«Η νεκροκεφαλή μου λέει πως θα είμαι σαν πειρατής, αλλά τα παρελκόμενα δεν τα καταλαβαίνω!».
«Τα παρελκόμενα είναι η βάση. Τα υπόλοιπα οστά δηλαδή!…».
«Μη χαζά τώρα! Θέλεις να με δαγκώσει κανένα σκυλί στον πισινό;».
«Τότε, βγάλτε πάλι το πουκάμισο με το φανελάκι! Μαααάλιστα!… Γυρίστε να δω και την πλάτη σας! Ποοολύ ωραία… Εδώ στην πλάτη υπάρχει ένα ξέφωτο. Τεεέλεια… Ιδανικό για τατουάζ κι αρκετά καθαρό βλέπω. Γιατί δεν μου το είπατε τόση ώρα και χάσαμε το χρόνο μας! Αλήθεια, και γιατί δεν έχετε τρίχες μόνο σε αυτό το σημείο; μήπως έχετε καεί;».
«Είναι από την τριβή των σακιών. Είμαι… πώς το είπες;».
«Α-χθο-φό-ρος!… Και τι τατουάζ θέλετε να σας κάνω τώρα;».
«Ξέρω κι εγώ;».
«Θέλετε τον Τσε Γκεβάρα, την Μαντόνα, τον Μαραντόνα, τον Μάικλ Τζάκσον, την Μαίρυλιν Μονρόε, τον Έλβις Πρίσλεϋ, ένα φίδι, ένα λιοντάρι, έναν πάνθηρα, ένα σπαθί… Τι προτιμάτε;».
«Σιγά να μη κάνω και τον Κατέλη!… Καλά, όλα αυτά που μου είπες τα κάνεις και σε τατουάζ;».
«Βεβαίως… Και ό, τι άλλο προτιμά ο πελάτης. Αυτά είναι γούστα αγαπητέ μου. Ο άλλος μου ζήτησε την Μπεζαντάκου!…».
«Φαντάζομαι τι μπράτσα θα είχε…».
«Δεν παίζουν κανένα ρόλο τα χοντρά μπράτσα. Αρκεί να μην είναι μαλλιαρά σαν τα δικά σας».
«Και χώρεσαν τόσο μεγάλα βυζιά!».
«Τα χώρισα! Έβαλα από ένα βυζί σε κάθε μπράτσο… Τι είναι αυτά που μου λέτε τώρα κύριέ μου! Δηλαδή, εάν κάποιος ήθελε να κάνει τα βυζιά της Πάμελα Άντερσον έπρεπε να έχει τα μπράτσα του Σβαρτσενέικερ!».
«Σιγά να μη έκανε τατουάζ κάποια άγνωστη σαν την… την ξέχασα κιόλας».
«Ενώ η δική σου η Μπεζαντάκου είναι μεγάλη σταρ! Λοιπόν, τελειώνετε. Σε λίγο έχω ραντεβού με κάποιον άλλο πελάτη. Τι ακριβώς θέλετε;…».
«Θέλω κάτι σε ιδεολογικό…».
«Γίνεστε λιγάκι πιο σαφής;».
«Κατά Χρυσή Αυγή, Κασιδιάρη, και τέτοια να ούμε…».
«Να σας κάνω τον Χίτλερ τότε!».
«Όχι όχι!».
«Θέλετε ένα δικέφαλο αετό του ΠΑΟΚ;».
«Ούτε…».
«Ένα δικέφαλο αετό της ΑΕΚ;».
«Όχι όχι! Είμαι Ολυμπιακός!».
«Μήπως προτιμάτε τον αγκυλωτό σταυρό;…».
«Ούτε! Προτιμώ τον κανονικό του Χριστού μας».
«Εγώ θα σας πρότεινα ένα μεγάλο επαναστάτη. Ως βιοπαλαιστής που είστε νομίζω πως έπρεπε να έχετε ως πρότυπο τον Τσε Γκεβάρα! Όπως έχετε και μούσι με μπερέ, θα σας πάει γάντι. Πείτε μου, λοιπόν, ποιον αγαπάτε περισσότερο. Το Χίτλερ, τον Τσε Γκεβάρα ή το Χριστό!».
«Θέλω να μου κάνεις τον Ιησού Χριστό! Κι αφού θα τον κάνεις στην πλάτη, θα με βοηθάει σίγουρα να σηκώνω και τα τσουβάλια σαν να είναι πούπουλα».
«Βεβαίως… Αυτός σήκωσε μόνος του έναν τεράστιο σταυρό, και τώρα οι δυο σας δεν θα μπορέσετε να σηκώσετε ένα τσουβαλάκι;».
«Κάντε μου Τον Ιησού Χριστό κύριε Πάρι. Μεγάλη η Χάρη του».
«Πολύ ωραία. Τελική απόφαση λοιπόν!…».
«Βεβαίως. Άκου θα βάλω τον τρομοκράτη Τσε Γκεβάρα στο χέρι! Να μπορούσα να τον βάλω αλλιώς στο χέρι… μάλιστα».
«Τι εννοείτε κύριε Μίκα;».
«Να! να τον πιάσω δηλαδή και να τον κάνω τόπι στο ξύλο».
«Μα αυτός δεν ζει πια! Τον φάγανε οι φασίστες στις 8-10-67!».
«Θυμάσαι και πότε σκοτώθηκε βλέπω! Μπράβο! Για πες μου κάτι άλλο. Πότε πέθανε ο πατέρας σου;».
«Πού να θυμάμαι τώρα! Πέρασαν τόσα χρόνια…».
«Ενώ ο Τσε Γκεβάρα πέθανε χθες! Ακόμα δε στέγνωσε το αίμα. Κουλτούρ κουλτούρ κύριε Πάρι…».
«Άντόλφ Άντόλφ κύριε Αλέξανδρε…».
«Τι είναι αυτό πάλι;».
«Ο Χριστός στα αφγανικά…».
«Καλά! Τελείωνε τώρα και πιάσε δουλειά».
«Θα σας κάνω εγώ ένα Χριστό, κύριε Μίκα, που να γλείφετε τα μούσια σας…».
«Αν όμως δεν τον πετύχετε, θα φάμε τα μουστάκια μας. Σας το λέω από τώρα να το ξέρετε…».
Του έκανε το τατουάζ, κι όταν κάποια μέρα ο Αλέξανδρος πήγε για μπάνιο, αντί να βουτήξει, τον βουτίξανε δυο αστυνομικοί και τον σπάσανε στο ξύλο.
«Γιατί με βαράτε;» φώναζε ο καημένος.
«Λέγε! Με ποιον συνεργάζεσαι…».
«Με κανέναν… Εγώ είμαι δικός σας. Είμαι δεξιός».
«Ποιος είναι ο αρχηγός σου στην Ελλάδα!…».
«Κανένας…».
«Πού έχετε τη γιάφκα…».
«Πουθενά…».
«Τι σχέση έχεις με τη 17 Νοέμβρη!».
«Τι δουλειά έχω εγώ με το Πολυτεχνείο! Εγώ δεν έβγαλα ούτε το δημοτικό!…».
Ο Αλέξανδρος ήταν σίγουρος πως ο τατουαζάς του είχε κάνει τον Τσε Γκεβάρα στην πλάτη, αλλά δεν μπορούσε και να τον δει. Στραβολαίμιασε αρκετές φορές, αλλά τίποτα πάλι.
Όταν αργότερα τον κλείσανε στο κρατητήριο κατουρήθηκε από το φόβο του. Αυτό το κατούρημα έγινε η αιτία για να πάρει επί τέλους απάντηση για τα βασανιστήρια που υπέστη. Και πώς να καταλάβαινε, άλλωστε, αφού κι εκείνοι που τον χτυπούσαν δεν καταλαβαίνανε τίποτα!…
Γυρίζοντας την πλάτη στον καθρέφτη, για να δει την πληγή, αφού εκεί είχε φάει τις περισσότερες ξυλιές, τι να δει ο μαύρος! Ο τατουαζάς… του είχε κάνει στο ξέφωτο… έναν τεράστιο Οσάμα Μπιν Λάντεν! Ένα Μπιν Λάντεν… πιο όμορφο κι από το Χριστό!
Άντε να πείσει τώρα τα θηρία, τα οποία θα έμπαιναν σε λίγο στο κελί του, για το δεύτερο ημίχρονο…, πως ο τρομοκράτης Μπιν Λάντεν φιλοτεχνήθηκε στην πλάτη του αυθαίρετα, κι όχι κατόπιν παραγγελίας…
Για όλα έφταιγε το σακί. Αν δεν του έκαιγε τις τρίχες της πλάτης δεν θα έκανε ποτέ τατουάζ. Και φυσικά, δεν θα περνούσε αυτό το μαρτύριο. Κι αν θέλετε και την προσωπική μου γνώμη, για όλα φταίει η μόδα! Άντρες και γυναίκες έχουν κάνει τελευταία τα κορμιά τους ζωγραφικούς πίνακες!