Μανιτάρια Πίνδου
(γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας)
Τα Γρεβενά, η περιοχή των χιλίων και πλέον ειδών μανιταριών, επαίρονται για την επιλογή αυτή της φύσης. Κι όσο για την μοναδική νοστιμιά των μανιταριών της Πίνδου, έχει φτάσει μέχρι την Γερμανία.
Ο Γιάννης Γκλιπάτσας από το χωριό Σμίξη Γρεβενών κάλεσε τον πατέρα του Τάσο στο Μόναχο για αν κάνουν Πάσχα μαζί. Ο αιτία όμως ήταν υστερόβουλη. Ήθελε να του πάει έναν τενεκέ μανιτάρια Πίνδου. Θα μπορούσε να στείλει και με το ταχυδρομείο, αλλά και πάλι είχε τους λόγους του. Αφού ο πατέρας του είχε στο χωριό ταβέρνα, και ήταν ανώτερος κι από τους σεφ παγκοσμίου κύρους στο μαγείρεμα των μανιταριών, έκλεισε εκεί η συμφωνία. Θα τα παρέδινε ιδιοχείρως στο γιο του.
Όμως, τι ατυχία κι αυτή! Τι αφηρημάδα! Ήταν να το πάθει κι αυτό ο καημένος ο Τάσος Γκλιμπάτσας. Πολύ καλά έκανε και θα πήγαινε στη Γερμανία να κάνει Πάσχα με το γιο του Γιάννη. Ακόμα καλύτερα, που θα του πήγαινε και κάποια ντόπια κρεατικά σε ψυγείο. Κι όσο για τα μανιτάρια, για να μην τα ξεχάσει, τα είχε γράψει πρώτα πρώτα στη λίστα των ειδών διατροφής.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Όλα ξεκίνησαν από μια παραγγελία και συνεχίστηκαν με μια αφηρημάδα. Η παραγγελία ήταν του γιου του Γιάννη. Γιόχαν τον λένε οι γερμανοί. Η αφηρημάδα ήταν του πατέρα Αναστάσιου Γκλιμπάτσα, Τάσο τον λένε οι χωριανοί του.
Να και η τελεφωνική παραγγελία η οποία είχε προηγηθεί:
«Πατέρα! Θέλω να μου φέρεις και έναν τενεκέ με μανιτάρια Πίνδου για το εστιατόριο! Δεν πιστεύω να τα ξεχάσεις! Τα περιμένουν πως και πως οι γερμανοί».
«Αυτά τα έγραψα πρώτα πρώτα στην κατάσταση, μαζί με τις μανιταρόπιτες».
Έφτασε με το καλό ο Τάσος στο Μόναχο της Γερμανίας. Τον παρέλαβε ο γιος του με το αμάξι, και τον οδήγησε στο σπίτι του στο Νταχάου. Και μόλις κατεβάσανε τα πράγματα, ο Γιάννης έφυγε βιαστικά για το εστιατόριο ξεχνώντας τα μανιτάρια.
Η παράδοση συνεχίζεται. Αρκετοί συμπατριώτες μας διατηρούν εστιατόρια στη Γερμανία, όπως και οι έλληνες της Αμερικής στην πόλη Αστόρια.
Ο Τάσος τακτοποιούσε τα πράγματα που είχε φέρει, στο υπόγειο του σπιτιού, ενώ τον τενεκέ με τα μανιτάρια θα τον ανέβαζε στο σπίτι, για να τον πάρει ο γιος του αργότερα.
Όταν ο Τάσος έπιασε τον τενεκέ, του φάνηκε πάρα πολύ βαρύς για μανιτάρια. Τον ανοίγει, και τι να δει! Αλεύρι!… Η Γκόλφω, τού είχε βάλει κατά λάθος τον τενεκέ με το αλεύρι! Αυτό που είχε χρησιμοποιήσει για την παρασκευή της μανιταρόπιτας!
Αφηρημάδα κι αυτή! Τι να έκανε τώρα! Κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό από τη στενοχώρια. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο, και η ερώτηση του Γιάννη τού ανέβασε και τους παλμούς της καρδιάς επικίνδυνα:
«Πατέρα! Ξέχασα να πάρω τα μανιτάρια. Μόλις κοπάσει κάπως η δουλειά θα πεταχτώ να τα πάρω. Να τα έχεις έτοιμα. Πρέπει να τα μαγειρέψω οπωσδήποτε. Θα με σκοτώσουν οι γερμανοί αν τους πω πως τα ξέχασα!».
Η αφηρημάδα πάει σόι… σ’ αυτήν την οικογένεια.
Του Τάσου, του ερχότανε τώρα να πάει στα κρεματόρια για να καεί. Κι αφού ήταν κλειστά (όχι γιατί ήταν Κυριακή, αλλά επειδή τους είχε τελειώσει η πρώτη ύλη…) έκανε μια βόλτα στην εξοχή για να πάρει αέρα.
Κάπου κοντά στα κρεματόρια βλέπει μια κοπέλα, σαν κι αυτή που βασάνιζε τους Ιρακινούς, να μαζεύει κάτι… Τι όμως; Μάλλον μανιτάρια υπέθεσε. Εκείνο όμως το οποίο έκανε την περιέργειά του ακόμα πιο έντονη, ήταν ο πρωτότυπος τρόπος λήψης τους από τη γη! Συγκεκριμένα, τα σούβλιζε με ένα δεκανίκι και χωρίς να τα πιάσει καθόλου, αν και φορούσε γάντια, τα έβαζε μέσα σε μια σακούλα. Μονολόγησε ο Τάσος:
«Αυτές οι μαρτάρις θα είνι σίγουρα δηλητηριασμένις, γι αυτό κι η τσιούπρα παίρν’ τόσις προυφυλάξεις…».
Να η ευκαιρία να μετατρέψει την αφηρημάδα σε εξυπνάδα, και τη στενοχώρια σε χαρά. Θα μάζευε κι αυτός μανιτάρια και θα τα βάφτιζε Πίνδου! Όπως κάνουν και οι κρεοπώλες. Βαφτίζουν τα βουλγάρικα αρνάκια ελληνικά, και ντερλικοθήσονται… οι καλοφαγάδες!…
Επιστρέφει βιαστικά στο σπίτι, παίρνει μια σακούλα νάιλον και πηγαίνει στην περιοχή των μανιταριών. Και πριν αρχίσει να μαζεύει, θέλησε να πληροφορηθεί την ποιότητά τους. Ποιος όμως θα του έδινε κάποια εξήγηση! Τα ελάχιστα γερμανικά του, όπως το γκούτ, το τάγκεσεν, το μόργκεν, και μερικές ακόμα λέξεις και φράσεις που γνώριζε, ήταν πολύ λίγα για να μπορέσει να συνεννοηθεί με την κοπέλα. Είχε και το λεξικό, αλλά του ήταν πέρα για πέρα άχρηστο. Το αγόρασε πρώτα και μετά σκέφτηκε πως για έναν αναλφάβητο, είναι ό,τι και το κομπιούτερ γι αυτόν που δεν έχει δάχτυλα… Από την άλλη, πάλι, φοβότανε και το τεράστιο σκυλί της. Μάλιστα, μετάνιωσε και που την χαιρέτησε. Με το που της είπε: «Μόργκεν!…» την απάντηση την πήρε από το σκυλί της με ένα άγριο γάβγισμα εις τριπλούν: Χουμ χουμ χουμ!
«Κι αυτό Μούργκα θα το λέν, σαν τουν θ’κό μ’…» συλλογίστηκε ο Τάσος και χώθηκε μέσα στο παρακείμενο δασάκι.
Ξαφνικά, όταν ξανασυνάντησε την κοπέλα σε κάποιο ξέφωτο, θέλησε να το παίξει και ευγενικός. Η ευγένεια τον είχε μαράνει τον καψερό…
Ανάμεσα στις ελάχιστες γερμανικές φράσεις που είχε μάθει ήταν και η «καλή όρεξη». Πώς θα ευχότανε το βράδυ τους γερμανούς πελάτες του γιου του, την ώρα που θα τους σερβίριζε ο ίδιος τα ιμιτασιόν μανιτάρια Πίνδου!…
Μόλις την βλέπει να βάζει ένα φρέσκο μανιτάρι στη σακούλα νάιλον, της λέει με μια βαθιά υπόκλιση, σαν τον Τάσο Αρνιακό. Τάσος κι αυτός: «Gunten apetit fourlein!…». (Καλή σας όρεξη δεσποινίς…).
Τα βρισίδια μόνο τα άκουσε ο Τάσος, γιατί δεν καταλάβαινε γερμανικά. Την δαγκωνιά όμως στον πισινό του, από τον Μούργκεν…, σίγουρα θα την ένιωθε, και μάλιστα πάρα πολύ έντονα, εάν δε γινότανε Σπύρος Λούης… Εκεί που τον πλησίασε επικίνδυνα, και ο Μούργκας είχε ανοίξει το στόμα του για να τον αρπάξει, στο τσαφ πρόλαβε και άνοιξε την αυλόπορτα του σπιτιού του γιου του. Ασθμαίνων δρασκέλισε το κατώφλι, και μόλις ανέβηκε επάνω και αντίκρισε το γιο του, του λέει εκείνος:
«Τι έπαθες πατέρα και είσαι τόσο αναστατωμένος! Καλά που ήρθα να πάρω τα μανιτάρια. Είδες αφηρημάδα!…».
«Εγώ να ιδείς!… Τι να πάθου ρα γιόκα; Δε βρήκις άλλου μέρους για δ’λειά; Στου Νταχάου πήγις κι αν’ξις μαγαζί!… Φουτιά πήραν τα πουδάρια μ’…».
«Γιατί; τι έγινε; ποιος σε κυνήγησε και κοντανασαίνεις έτσι!…».
«Μια φουρλάιν… μ’ ένα άγρου σκ’λί!…».
«Γιατί;».
«Γιατί τ’ ν’ είπα καλή όριξ’!…».
«Μα οι γερμανίδες είναι πάρα πολύ ευγενικές! Μήπως την πείραξες πατέρα! Μήπως την πέρασες για τη γειτόνισσα! Δεν πιστεύω να έκανες και καμιά χειρονομία! Ό,τι ποθούμε δεν το πιάνουμε!…».
«Άπαπα… Ιγώ τέτοια πράματα… Γέρασα τώρα…».
«Αλλιώς θα το άπλωνες… Και δε μου λες; Τι έκανε η κοπέλα όταν της είπες την ευχή; Έτρωγε;».
«Όχι αρά, μάζουνι μαρτάρις…».
«Αποκλείεται σ’ αυτή την περιοχή. Απαγορεύεται αυστηρά!».
«Μα αφού τ’ς τσουφούσι μι ένα δικανίκι κι τ’ς έβανι μέσα στ’ σακούλα!… Είχι κι του σκ’λι μαζί τ’ς…».
«Άρε πατέρα! Μας ντρόπιασες… Τα σκατά των σκυλιών μάζευε η κοπέλα, κι εσύ της ευχήθηκες καλή όρεξη!…».
«Α, τώρα κατάλαβα. Αυτές θα είνι, ως φαίνητι, οι σκατουμαζώχτρις… που έκαμέτι κάναν κιρό στου σκουλιό!…».
«Εκείνες ήταν οι σταχομαζώχτρες πατέρα…».
«Τέλους πάντους… Καλά που δε μ’ έφτασι ου Μούργκεν να λιες, γιατί θα ’μαν τώρα κανα δυο κιλά αλαφρότιρους… Κι δε μι λιές ρα Γιανν’; Τ’ς μαρτάρις που έμασα τι θα τ’ς κάμου;».
«Μάζεψες μανιτάρια! Σε είδε κανένας άλλος πατέρα! Απαγορεύεται αυστηρά αυτή την εποχή. Δεν είναι Ελλάδα εδώ πέρα… Εκείνες που έφερες από την Ελλάδα που τις έχεις για να τις πάρω, και βιάζομαι!».
«Μούχλιασαν κι τ’ς πέταξα…».
«Και μάζεψες άλλες; Σε είδε κανένας!…».
«Μόγκι η φουρλάιν μι του Μούργκα μ’ είδαν. Καλά, γιατί κάμ’ς έτσ’; Αυτά τα αγαρηνά μι σκότουσαν τουν πατέρα του ’41, κι ιμένα που έμασα πέντι μαρτάρις θα μι δικάσ’ν κι απού πάνου!…».
«Θα σε κλείσουν μέσα πατέρα… Το άκουσες το κουδούνι; Ήρθε κιόλας ο δασοφύλακας! Εσύ θα του πεις πως δεν γνώριζες ότι απαγορεύεται το μάζεμα των μανιταριών… Καλά;».
«Ιγώ λιέου να τουν δώκουμι του κιφαλουτύρ’ που σ’ έφιρα κι να πάει στου διάτανου…».
«Σιγά να μην του δώσουμε και ξινόγαλο. Άσε θα κατεβώ εγώ».
Είδε κι έπαθε ο Γιάννης να πείσει το δασοφύλακα να απαλλάξει τον πατέρα του από την αυτόφωρη διαδικασία. Ακόμα και τα ανύπαρκτα γενέθλια επικαλέστηκε. Η ονομαστική του όμως γιορτή ήταν αληθινή. Και ως εορτάζων, τα μάζεψε τάχα μου για να κάνει τραπέζι έκπληξη στους γερμανούς πελάτες!
Σε λίγο, να τι διαμείφθηκε όταν ο γιος ανέβηκε επάνω…
«Τι έγινε γιόκα;…».
«Σε συγχώρεσε πατέρα, μόλις του είπα πως σήμερα γίνεσαι ογδόντα χρονών, αλλά άλλη φορά…».
«Τώρα να ξαναπάου ιγώ για μαρτάρις; ούτι για βρούβις! Αλλά κι ουγδόντα χρόνια, πουλλά δεν είνι ρα γιόκα…».
«Γιατί, πόσο είσαι πατέρα!…».
«Καμιά ιβδουμήντα ιννιά…».
«Μωρέ ογδόντα και πάλι δε θα φτάνανε, εάν δεν του έλεγα πως γιορτάζεις τα γενέθλια! Με τίποτα δεν θα σε συγχωρούσε ο γκάτσιαβος… (ξανθός)».
«Τι γιορτάζου;».
«Τα γενέθλια…».
«Τα λιέν γαμέθλια τώρα; Τι καμώματα είνι αυτά πάλι!… Ούλου μόδις είστι ιδώ στ’ Γιρμανία. Ακούς ικεί γαμέθλια… Πού θυμούμι ιγώ πότι παντρεύκα!».
«Γενέθλια είπα πατέρα! Γιορτάζεις τη μέρα που γεννήθηκες! Τι σχέση έχει ο γάμος με τη γέννηση! Κατάλαβες τώρα;…».
«Κατά πίσου θα πάμι! Αλλά κι πάλι, για να ξαναγίνου ιγώ μπέμπης, πρέπ’ να πιράσ’ν ουγδόντα χρόνια!… Γινέθλια κι χαζουμάρις…».
«Οι γερμανοί τα γενέθλια τα δίνουν πάρα πολύ μεγάλη σημασία».
«Να μη γινιούμαν ντιπ πες. Τι κακό είνι πάλι αυτό που μι βρήκι…».
«Την μανιταρόπιτα που την έβαλες πατέρα;».
«Αυτήν, να σι πω τ,ν αλήθεια, τ,ν πέταξα κατά λάθουν μαζί μι τουν τινικέ. Τ,ν είχει η μάνας κάτου από του αλεύρ για να μη χαλάσ’! Όταν του θ’μήθκα, ήταν πουλύ αργά! Τ,ν πήρι του σκουπιδιάρκου!».
«Είσαι πολύ αφηρημένος πατέρα…».
«Σ’ έμοιασα γιοκα μ’… Άμα έδουνις κι ισύ σημασία στα γράμματα, θα γιένουσαν καένας δάσκαλους κι δε θα μι κουβαλνούσις στου Νταχάου πασχαλιάτκα! Τρεις χρουνιές σ’ έστειλα στου Γυμνάσιου, και τ’ς τρεις στ’ν πρώτ τάξ’ πήγις…».
«Εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα τα γράμματα πατέρα».
«Αυτό φταίει, ή που δε τα ’πιρνις ντιπ κατά ντιπ… Στου καπέλου είχις τ’ν κουκουβάγια, κι στου κιφάλι του μπούφου!».
«Πατέρα, κι εσύ δεν πέφτεις παρακάτω. Προ ολίγου τα έκανες μαντάρα…».
«Πού να ήξιρνα, ου μπούφους, ότι μάζουνι μαρτάρις η κουπιλιά…».
«Κι όμως, τον μπούφο τον τιμήσατε δεόντως στην πόλη των Γρεβενών. Όπου και να κοιτάξεις θα δεις συμπλέγματα από μανιτάρια με μπούφους… Το έχετε και καμάρι! Τα Γρεβενά είναι η πόλη των μανιταριών με χίλια τόσα είδη! Κι εσύ δεν μου έφερες ούτε ένα!».
«Κι δε μι λιές ρα γιόκα. Γιατί είχιτι τ’ν κουκουβάγια στου καπέλου;».
«Γιατί η κουκουβάγια είναι το πουλί της σοφίας!…».
«Θα μι πιργιλάς τώρα… Παρικτός κι αν η Σουφία το ‘χει στου μέτουπου!…».
«Όχι τη γειτόνισσά μας τη Σοφία, βρε πατέρα, αλλά τη γνώση!».
«Ιτότις, άμα πήγινα κι ιγώ στου Γυμνάσιου, έπριπι να έχου στου καπέλου μπούφου, αφού τα ’καμα μαρτάρα! Ξερ’ς τι μ’ έγραφι ου δάσκαλους στ’ν έκθις; ‘‘Τα χέρια σου Τασούλη θέλουν κόψεμο!… ».
«Αλήθεια, δε σε ρώτησα, τα μανιτάρια που μάζεψες τι τα έκανες;».
«Τα ’κρυψα κατ’ στου κατώι! Πάρ’ τα να τα μαγειρέψ’ η Μαργκίτα».
«Άπαπα… Ούτε να τα δει! Εξαιτίας των μανιταριών η γυναίκα μου έχασε μια μάνα και δυο μητριές…».
«Πώς έγινι;…».
«Η μάνα που την γέννησε, πέθανε από δηλητηρίαση. Της είχε φέρει ο σύζυγός της (και πεθερός μου) μανιτάρια και μόλις τα έφαγε… καπούτ!».
«Η δεύτιρ’;».
«Κι αυτή από δηλητηρίαση πήγε. Μόλις έφαγε τα μανιτάρια που της είχε μαγειρέψει ο σύζυγός της (και πεθερός μου) πέθανε».
«Α, γι αυτό χάλιψις να σι φέρου θ’κες μας μαρτάρις! Κι η τρίτ’;».
«Τη σκότωσε ο πατέρας της (και πεθερός μου)».
«Γιατί;…».
«Γιατί δεν έτρωγε τα μανιτάρια που της έδωσε…».
«Καλά, πόσους πιθιρούς έχ’ς ρα γιόκα;».
«Έναν! Οι πεθερές ήταν πουλλιές…».
«Κι τώρα πού είνι ου πεθερός σ’;».
«Κάτω από τα μανιτάρια. Φύτρωσαν τόσα πολλά στο μνήμα του, λες και είχε γεμάτες τις τσέπες σπόρους…».
«Και από τι πέθανι;».
«Έπαθε δηλητηρίαση! Η τρίτη μητριά της Μαργκίτας το πονηρεύτηκε και άλλαξε κρυφά τα πιάτα…».
«Για καλό κι για κακό να τ’ αλλάζεις κι ισύ γιόκα μ’. Πού ξέρ’ς τι γιένιτι… Μπουρεί να είνι κληρουνουμικό…».