Η ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
(γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας)
Ο Κώστας Παλαμάς, απόφοιτος της νομικής σχολής, δεν έκανε ποτέ Πάσχα στο Μεσολόγγι, τη γενέτειρα των προγόνων του. Ούτε και στην επέτειο της Εξόδου πήγε. Από το χωριό της κοπέλας του όμως έλειψε ποτέ τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές. Κι ας απέχει η Κρήτη πολύ περισσότερο από την πρωτεύουσα. Και να που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτή τη φορά θα πήγαινε, οπωσδήποτε, γιατί τον καλούσε το αίσθημα! Τον περίμενε με αγωνία η δημοσιογράφος φίλη του Νάνσυ Τρικούπη.
Η Νανσυ είχε ανεβεί νωρίς στο Μεσολόγγι για να καλύψει την αναπαράσταση της Εξόδου. Θα έκανε το ρεπορτάζ για το πρώτο κανάλι της τηλεόρασης.
Η λέξη έξοδος πάει με το Μεσολόγγι όπως κι ο αριθμός τριακόσια με τον Λεωνίδα. Τα τελευταία όμως χρόνια το αυτονόητο αυτής της εξόδου το επισκίασε μια άλλη έξοδος, αρκετά μαζικότερη. Η έξοδος των Αθηναίων κατά τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές και τα Σαββατοκύριακα. Να γιατί ο Κώστας φρόντισε να φύγει νύχτα, ξημερώνοντας του Λαζάρου, για να αποφύγει τη μεγάλη κίνηση. Και το βράδυ, όταν θα έφτανε με το καλό στο Μεσολόγγι, θα παρακολουθούσε επί τέλους την πολυπόθητη αναπαράσταση της ηρωικής Εξόδου.
Πόσο ηρωική όμως είναι η έξοδος των Αθηναίων; Ποια τα κοινά σημεία και ποιες οι διαφορές; Αυτό το ερώτημα παίδευε για αρκετά χιλιόμετρα τον Κώστα, από τη στιγμή που απομακρύνθηκε από την Αθήνα. Τελικά δεν δυσκολεύτηκε να τα καταλήξει. Οι ομοιότητες ήταν: Η βιασύνη, η αγωνία, και σε αρκετές περιπτώσεις, η σφαγή κι ο θάνατος! Κι όσο για τις διαφορές, κορυφαία ήταν αυτή του σκοπού! Το φαγοπότι και η καλοπέραση των στην επαρχία και όχι μόνο!
Οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες κάνανε το γιουρούσι, με σκοπό ένα και μοναδικό. Να πετσοκόψουν τον εχθρό, για να γιορτάσουν την πολυπόθητη λευτεριά.
Οι ελεύθεροι Αθηναίοι κάνανε την έξοδο, με σκοπό να τσακίσουν το αρνάκι, και να γιορτάζοντας το Πάσχα στην επαρχία.
Αυτή τη μέρα όλοι πηγαίνανε να γιορτάσουν την Ανάσταση. Τότε όμως τους περισσότερους τους καρτερούσε ο θάνατος και το ξέρανε…
Φτάνοντας ο Κώστας στην ιερή πόλη των προγόνων του και ακούγοντας από το ραδιόφωνο τον πρώτο τραγικό απολογισμό, σε νεκρούς και τραυματίες, ένιωσε σαν ένας από τους τυχερούς εκδρομείς.
Άγνωστος εντελώς και απορροφημένος από τη μεγάλη ιδέα της Εξόδου, καθώς περπατούσε, ξαφνιάστηκε όταν άκουσε μια άγνωστη φωνή: «Καλημέρα γιε μου!…».
«Γιαγιά, με παραγνώρισες. Σίγουρα θα με πέρασες για κάποιο εγγονό!».
«Δεν σε παραγνώρισα καλό μου. Δεν έχω κανέναν δικό μου σ’ αυτό τον κόσμο! Μη με παραξηγείς όμως, η καλημέρα είναι του θεού. Άνθρωποι είμαστε. Πού ξέρεις τι μας περιμένει και τι μας ξημερώνει!… Πρέπει καρδούλα μου, να είμαστε όλοι αγαπημένοι!… Είδες τι μας έκανε η διχόνοια στον εμφύλιο!…».
Καλύτερα να τον έβριζε η γριούλα, για την αγένειά του αυτή, παρά που τον καλημέρισε. Από τη στιγμή εκείνη ένιωθε μεγάλη ντροπή και ταπείνωση.
Μπαίνοντας στον κήπο των ηρώων δεν μπορούσε να δεχθεί απρόσκοπτα τα ερεθίσματα του ιερού χώρου. Η έντονη αυτοκριτική, με κορυφαία κάποια ειρωνικά σχόλια, πλήγωσαν κατάφωρα την εθνική του υπερηφάνεια και επιδείνωσαν την ψυχολογική του κατάσταση.
Δεν άντεξε τελικά. Έφυγε βιαστικά και πήγε για να συναντήσει τη φίλη του. Και φυσικά για να της εξομολογηθεί αυτό που του συνέβη με τη γιαγιά λέγοντας:
«Πόσο αγνοί είναι ακόμα οι άνθρωποι της επαρχίας Νάνσυ μου! Άκου να σου λένε καλημέρα χωρίς να σε γνωρίζουν! Στη Αθήνα η καλημέρα σε ξένο σπανίζει. Κι αν την πεις σε κάποιον δεν αποκλείεται και να σε κράξει! Κατάλαβες…».
«Η κρίση που μαστίζει σήμερα την αμορραλιστική κοινωνία μας, Κώστα μου, δεν είναι μονοπωλιακό προϊόν των μεγαλουπόλεων. Αυτό το προϊόν συμπεριφοράς, τελευταία, έχει αρκετούς αντιπροσώπους και στην επαρχία. Μην απορείς!
Η καθαρή και γραφικότατη πόλη φορούσε τα γιορτινά της με κυρίαρχο ρούχο τη γαλανόλευκη. Αντιπρόσωποι της κυβέρνησης, προσκεκλημένοι επίσημοι, ντόπιοι και ξένοι, και πολύς λαός, έδιναν ξεχωριστό χρώμα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα. Στους δρόμους, στις πλατείες, στα πάρκα, στα καφενεία, στα σπίτια, όλοι μιλούσαν με συγκίνηση και θαυμασμό για την Έξοδο. Κι όλοι περιμένανε με αγωνία να νυχτώσει για να παρακολουθήσουν την πολυπόθητη αναπαράσταση.
Επί τέλους έφτασε η μεγάλη στιγμή.
Το βράδυ του Λαζάρου, για πολλά χρόνια τώρα, επαναλαμβάνεται αυτό το μνημόσυνο στο Μεσολόγγι ως ελάχιστος φόρος τιμής στους αθάνατους ήρωες.
Η βουή της λιτανείας με το μακρόσυρτο ποδοβολητό διαπερνά ρίγη συγκίνησης και εθνικής περηφάνιας στους παρευρισκομένους, ενώ τα βουρκωμένα μάτια των μεγάλων κάνουν τη θυσία αυτή πιο τωρινή. Λες και ήταν χθες.
Αρκετοί κρατούν άρματα της εποχής εκείνης και ρίχνουν. Ο λαός παίζει με τη φαντασία του, προσπαθώντας να ξαναζωντανέψει τη μαύρη εκείνη νύχτα με τον πιο όμορφο… θάνατο. Στην κεφαλή της λιτανείας βρίσκεται κι ο Κώστας Παλαμάς.
Επί τέλους φτάνουν στους τάφους των ηρώων, όπου παρατάσσονται ιεραρχικά και μπροστά μπροστά οι επίσημοι.
Ο λαός συνωστίζεται στον ιερό χώρο και με σηκωμένο το κεφάλι προσπαθεί να δει το διοπτροφόρο λόγιο ο οποίος ανεβαίνει στην εξέδρα για να εκφωνήσει τον πανηγυρικό της Εξόδου.
Μετά από το δοκιμαστικό φύσημα στο μικρόφωνο, στο χώρο βασιλεύει άκρα του τάφου σιωπή… και ακολουθεί η ομιλία:
(…) Η θυσία των Ελεύθερων Πολιορκημένων, κυρίες και κύριοι, ανάστησε Θερμοπύλες. Ήταν η πιο παράτολμη και χωρίς προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία, ενέργεια, που ξεπετάχτηκε από το βαθύτατο αγωνιστικό συνεπαρμό ενός λαού για ελευθερία (…)
……………………………………………………………………………
(…) Ας υποκλιθούμε, κυρίες και κύριοι, τον αιματοβαμμένο και ιερό αυτό τόπο όπου είναι θαμμένα τα άγια οστά των ηρωικών προγόνων μας, με τη σκέψη όσο γίνεται πιο ψηλά. Εκεί ψηλά όπου βλέπανε οι πολιορκημένοι την τεράστια φωτεινή επιγραφή με τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! (…)
Τελειώνοντας αναφώνησε:
ΖΗΤΩ Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ.
ΖΗΤΩ ΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 21.
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ
Και στη συνέχεια παρακάλεσε για σιγή ενός λεπτού.
Ο Κώστας Παλαμάς, για πρώτη φορά στη ζωή του παρακολούθησε παρόμοια ομιλία με τόση προσοχή, και για πρώτη φορά θα χειροδικούσε εάν δεν τον κρατούσε γερά από τη μέση κάποιος αστυνομικός με πολιτικά. Αιτία; Ένας ιερόσυλος τύπος ο οποίος σαλιάριζε ασταμάτητα με το κινητό. Προφανώς, με κάποια γκόμενα…
Ακόμα και τα βλέφαρά του ανοιγόκλεινε ο Κώστας πιο αραιά, λες και θα άκουγε και με τα μάτια. Η σκέψη του αεροβατούσε, ψάχνοντας να βρει τα υψηλά νοήματα του χρέους και της θυσίας, κάπου στον ουρανό, με τη βοήθεια των φαντασμαγορικών βεγγαλικών τα οποία δημιούργησαν ένα φοβερό υπερθέαμα, μετά το πέρας της ομιλίας. Με τις εκρήξεις των βεγγαλικών ανακατεύονταν και αρκετές τουφεκιές.
Επιστρέφοντας ο Κώστας στο σπίτι της κοπέλας του συνάντησε κάποια γιαγιά. Και για να ξεχρεωθεί αναφώνησε τρις!
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΓΙΑΓΙΑ!… ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΓΙΑΓΙΑ!… ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΓΙΑΓΙΑ!…
Ήταν μια αληθινή κραυγή η οποία έμοιαζε να βγαίνει από τα έγκατα της ψυχής του. Κάποιος περαστικός κοντοστάθηκε κάνοντας το σταυρό του. Προφανώς ήταν ξένος και παραξενεύτηκε: Άκου καλημέρα σε άγνωστο! Πού τα έμαθε αυτά!…
Υ.Γ Το διήγημα αυτό το είχα στείλει πριν από είκοσι περίπου χρόνια σε κάποιο διαγωνισμό, τον οποίο είχε προκηρύξει ο δήμος Μεσολογγίου, και που στη συνέχεια αναβλήθηκε. Φυσικά το έχω διασκευάσει. Αποτελείται από 13 σελίδες!