Γεωργός εξ απαλών ονύχων!
(γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας)
«Όποιος, έστω και μια φορά στη ζωή του ψαρέψει μια πέστροφα, ή αντικρίσει τις τσίχλες να μακραίνουν, πετώντας κοπάδια στις λαγαρές και καθάριες μέρες του φθινοπώρου, ποτέ δε θα γίνει αστός, κι ως την στερνή πνοή θα λαχταράει την εξοχή». Αντόν Τσέχωφ.
«Όταν κάποιος νεαρός ξοδέψει τα παιδικά του χρόνια βοσκώντας ζώα, βοοειδή, όπως και η αφεντιά μου, όσο μακριά κι αν πάει, όσο ψηλά κι αν ανεβεί, όσα πλούτη κι αν αποκτήσει, η μυρουδιά της βρομοξυλιάς θα τον ακολουθεί πάντα. Ακόμα και στα όνειρά του!»
Ε. Μπάκωφ.
Πώς μπορεί να έρθει ένα παιδί πρόσωπο με πρόσωπο με την ομορφιά της φύσης, αν δεν αντικρίσει τις όχθες ενός ποταμού, αν δεν παίξει στο αλώνι, αν δεν τρέξει στο λιβάδι, αν δεν αναρριχηθεί στα δένδρα, αν δεν μαζέψει λουλούδια, αν δεν κυνηγήσει πουλιά, αν δεν κλέψει φρούτα, αν δεν πατήσει χώμα!… Αν αν αν…»
Οι μυρουδιές και τα χρώματά του τόπου επέχουν θέση ανεξίτηλων αποτυπωμάτων των αναμνήσεών μας. Είναι, τρόπον τινά, στοιχεία DNA!… Να γιατί δεν θα πάψω να αποκαλώ τη μυρουδιά της βρομοξυλιάς ως την προσωποποίηση της δύναμης η οποία έλκει τον καθένα μας στη γενέτειρα γη. Στον ευλογημένο τόπο! Φυσικά οι μυρουδιές ποικίλουν από τόπο σε τόπο, και έχουν την ίδια συναισθηματική εξάρτηση-φόρτιση!
Ακόμα και σήμερα, όταν πηγαίνω στην περιοχή του Τσέρου (μάνα της βρομοξυλιάς) γίνομαι δωδεκάχρονο παλικαράκι. Και καθώς τρέχω νοερά στα μονοπάτια του, νιώθω να με μπατσίζουν και πάλι οι κλώνοι της βρομοξυλιάς, ως προκαταρκτική τιμωρία για την απροσεξία μου να χάσω κάποιο ζώο! Κι επιστρέφοντας, δεν κομίζω πίσω το άτακτο ζώο, αλλά την βαριά μυρουδιά αυτού του θάμνου. Μια μυρουδιά η οποία ξεχειλίζει από αναμνήσεις γεμάτες συγκίνηση, δάκρυα χαράς, πίκρα, νοσταλγία, και κάποια άλλα συναισθήματα τα οποία αδυνατώ αυτή τη στιγμή να τα περιγράψω.
Μήπως η βρομοξυλιά εμπεριέχει το ελιξίριο της νεότητας και δεν το γνωρίζω! Λέτε με μια βαθειά ρουφηξιά από ένα σπασμένο κλώνο της να ξαναγίνω μικρός βουκόλος!
Να και το σχολείο στο οποίο έγραψα τα πρώτα μου γράμματα με πλακοκόντυλο:
ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΕΙΡΗΝΙΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΥΠΟ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΠΑΥΛΟΥ ΤΟΥ Α’
ΕΝ ΕΤΕΙ 1952
Ντρέπομαι να σας πω σε ποια ηλικία διαπίστωσα πως ο βασιλιάς δεν ήταν οικοδόμος! Νόμιζα πως το είχε χτίσει ο ίδιος και χωρίς εργάτες! Τι βασιλιάς ήταν άλλωστε!…
Την άνοιξη του 1958, μόλις δώδεκα χρονών τότε, με ζήτησε ο πατέρας μου από τον δάσκαλο για να σπείρουμε το καλαμπόκι ως εξής:
«Δάσκαλε! Ταχιά θέλου του πιδί για να σπείρουμι του καλαμπούκι».
«Πάρτου!» Λες και ήμουνα εργαλείο σποράς.
Με ξύπνησε χαράματα, έτσι νόμισα, λέγοντας:
«Σήκω αγλήγορα πιδί μ’! Πάει μεσ’μέρ’! Πότε θα προλάβουμε να σπείρουμι!».
Τον πίστεψα! Για να το λέει ο μπαμπάς μου!… Κι αφού κατάπια με το ζόρι μερικές κουταλιές τραχανά, σηκώθηκα μαχμουρλής, ντύθηκα βιαστικά, και ήμουν έτοιμος.
Ο πατέρας μου έβγαλε το ζευγάρι των βοδιών από το παχνί, έζεψε τα βόδια, κρέμασε το αλέτρι από τον ζυγό ανάποδα, φόρτωσε το σπόρο με το κολατσιό στο γάιδαρο, και ξεκινήσαμε νύχτα.
Είχα όμως και κάποια κρυφή χαρά, αφού θα γλίτωνα το μάθημα του σχολείου. Λες και θα πήγαινα νυχτερινή… εκδρομή!
Τα χωράφια ήταν μικρά και, μέχρι να φτάσουμε στο τρίτο και τελευταίο χωραφάκι τον είχα φάει με τη γκρίνια τον πατέρα μου: Πότε θα φέξει, και πότε θα φέξει…
«Είνι συννιφιά πιδί μ’, αλλά όπου να ‘νι θα φέξ’!…» μου απαντούσε συνεχώς και, πέφτοντας μέσα στην αυλακιά με πήρε αγκαλιά ο Μορφέας!… Ο θεός των ονείρων!…
Το ζευγάρι των βοδιών, κατά την επιστροφή για την επόμενη αυλακιά, σκιάχτηκε από μένα, φρούμαξε, με παρέκαμψε, ευτυχώς… κι έτσι γλίτωσα από το μυτερό υνί του αλετριού! Ο πατέρας μου κατατρόμαξε κι αυτός, κι όταν κοίταξε πίσω και δεν με είδε πανικοβλήθηκε! Άρχισε να φωνάξει έντρομος το όνομά μου, αλλά απόκριση καμιά! Την προηγούμενη μέρα ένας λύκος είχε κόψει δυο γίδες στην ίδια περιοχή. Κι όταν σκόνταψε ξαφνικά επάνω μου λέει:
«Τι κάν’ς πιδί μ’; Είσι καλά; Απόστασις κι ξάπλωσις μέσα στ’ν αυλακιά; Σιούκου!».
Καμιά απόκριση. Κι όταν με σκούντηξε και ξύπνησα, του είπα απολογούμενος:
«Κουράστηκα μπαμπά! Νυστάζω, κρυώνω, και είμαι και ιδρωμένος μούσκεμα!…».
«Θυμάσι μέχρι που έσπειρις;».
«Μπαμπά! Έχω και πυρετό! Πιάσε το κεφάλι μου να δεις πως καίει!…».
«Θα είνι απ’ τ’ βρουχή… Άρχισι να ψιχαλίζ γλέπου! Καλά άμα είνι… Μέχρι να ρίξου λίγου σπόρου στ’ν άδεια αυλακιά, τράβα ισύ να πάρ’ς του γάιδαρου για να φύγουμι».
Ο πατέρας μου, αν και δεν ήμουνα για το γάιδαρο καβάλα…, με ανέβασε στο σαμάρι, με τύλιξε με τη χλαίνη του, και ξεκινήσαμε για την επιστροφή.
Πλησιάζοντας στο χωριό συναντήσαμε τους πρώτους χωριανούς μας να βγαίνουν για σπορά. Οπότε ακούω κάποιον να λέει:
«Έιιι Μπάκα! Από τ’ νύχτα πήγις για σπαρμό!… Του κούτσικου δεν τ’ αψχάς ντιπ!».
«Άστα γ@μώ τη μπιστ, δεν καμώνουνταν!» (δεν οργώνονταν δηλαδή).
Αυτός ο διάλογος μου είναι ακόμα τόσο νωπός, σαν να τον ακούω αυτή τη στιγμή. Κι αυτό, γιατί η εύλογη απορία μου χρειαζότανε και άμεση απάντηση. Είχαμε σπείρει σχεδόν τρία χωράφια… Πού να καμώνονταν κιόλας…
Φτάνοντας στο σπίτι πήρα επί τέλους την απάντηση στο γρίφο από τον πατέρα μου:
«Ξέρ’ς πιδί μ’ τι ώρα κίντσαμι για σπαρμό;».
«Πού να ξέρω βρε μπαμπά! Έχω ρολόι;…».
«Δέκα μι έντικα του βράδ!…» Υπολογίζοντας το χρόνο της εργασίας.
«Και γιατί ξεκινήσαμε τόσο νωρίς;».
«Γιατί, όταν είνι συννιφιά, του θ’κό μ’ του ρολόι είνι σταματ’μένου πιδί μ’!…» Προφανώς εννοούσε τον ήλιο.
Είχα σαράντα πυρετό και ειδοποίησαν τον νοσοκόμο να έρθει γρήγορα…
Η μάνα μου, από τότε που τη χτυπήσανε οι αντάρτες, δεν έλεγε να πάρει απάνω της. Είχε κάνει χιλιάδες ενέσεις, και κάποιες από αυτές μπροστά μου. Κι όταν έβλεπα την βελόνα να χώνεται στον πισινό της, νόμιζα πως ήταν σακοράφα!… Να γιατί είχα ορκιστεί να μην κάνω ποτέ ένεση στη ζωή μου… Και τώρα, ήταν ζήτημα χρόνου να υποστώ κι αυτό το μαρτύριο, εάν δεν τα κατάφερνα να λιποτακτήσω!…
Οπότε, σηκώνομαι κρυφά από το κρεβάτι και, πατώντας στις μύτες των ποδιών, την κοπάνησα από την παραθούρα! (μια μικρή πόρτα). Πήγα και κρύφτηκα μέσα σε κάτι βατσινιές κάτω στο ρέμα. Εκεί έφαγα περισσότερες ενέσεις, και όλες οικολογικές!…
Όταν άρχισε να με καλεί η μάνα μου έκανα τον κουφό. Όταν όμως ορκίστηκε πως ο νοσοκόμος είχε φύγει, επέστρεψα αμέσως και το θερμόμετρο έδειξε 36,6 βαθμούς C.
Να γιατί είμαι υπέρ των αγώνων των αγροτών!
Αυτά τα ολίγα! Για να μαθαίνουν οι μικροί και να θυμούνται οι μεγάλοι!
Υ.Γ. Κι όσο αφορά το θέμα της Τραγωδίας των Τεμπών, όλος ο κόσμος, και κυρίως οι άνθρωποι των θυμάτων, κάνουν μια ευχή: Να πέσει άπλετο φως, και όχι άπλυτο… σκοτάδι, σαν κι αυτό που εξαφάνισε τα στοιχεία για τη διαλεύκανση του εγκλήματος!