Ω Ελλάς ηρώων χώρα
Γράφει ο Τάσος Σεβαστιάδης
Εδώ και 150 χρόνια και βάλε, γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου (2/2 1853) μία σπουδαία προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων. Ήταν ο ποιητής Γεώργιος Σουρής.
Στα 30 του χρόνια εκδίδει την έμμετρη εβδομαδιαία εφημερίδα «Ο Ρωμιός». Το έργο του Σουρή, που από μικρός λάτρευα, χαρακτηρίζεται από την ποιητική γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Σχολιάζει το λαό, τους άρχοντές, τους βασιλιάδες, χωρίς ωστόσο να τους βρίζει. Χρησιμοποιεί πολύ τη δημοτική αλλά και αρκετές λόγιες λέξεις και φράσεις για λόγους είτε μετρικούς είτε σατυρικούς.
Ο Γεώργιος Σουρής έφυγε από τη Ζωή στις 26 Αυγούστου 1919. Στην επέτειο ακριβώς ενός αιώνα από το μεγάλο ταξίδι του, δημοσιεύουμε το επίκαιρό του ποίημα «Ω Ελλάς ηρώων χώρα» για να τον ανακαλύψουμε ξανά…
Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς, νά ’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ’χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε. τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άτια.
Κλέφτες χωρίς μια πήχη γη και κλέφτες με παλάτια
Ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
Κι ο άλλος το έθνος σύσσωμο με δόξα και τιμή.
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Ο Έλληνας δυο δίκαια ασκεί πανελεύθερος
Συνέρχεσθε τε και ουρείν σε όποιο θέλει μέρος
Χαρά στους χασομέρηδες, χαρά στους αρλεκίνους
σκλάβος ξανάσκυψε ο Ρωμιός και δασκαλοκρατιέται
Γι’ αυτό το κράτος που τιμά ξέστρωτα γαϊδούρια
σιχτίρ στα χρόνια τα παλιά, σιχτίρ και στα καινούρια
Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα
πιστός εις ότι λέγει, κανένας δεν εφάνη…
Αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα,
δεν κάνει ότι λέγει, δεν λέγει ότι κάνει
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
Κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού,
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαριέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυο φορώντας τα πόδια που ’χει, στο ’να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;