Από τον Ιούνιο, σ΄ έναν ακόμα θερμό Ιούλιο ;
”… Η αλήθεια, όσο κι αν ακούγονταν τούτο ιδιαίτερο, είναι ότι ο Α. Τσίπρας πέταξε δύο μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες που του έδωσε ο ελληνικός λαός. Αν περάσουμε, πέρα από την αλλοπρόσαλλη στρατηγική μετά την πρώτη νίκη, του Ιανουαρίου 2015, που ωστόσο είχε πολύ βαρύ τίμημα, εννοούμε : την επικράτηση με το δημοψήφισμα τον Ιούλιο και την εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου 2015, όταν πλέον, γνώριζε με τον πιο ωμό και ακριβή τρόπο τί ήταν και τί σήμαινε η ελληνική κρίση και ποιές και πόσες δυνάμεις όφειλε να κινητοποιήσει για να την αντιμετωπίσει (σ΄ όλα τα μέτωπα). Και στην πρώτη, και στη δεύτερη περίπτωση, επέλεξε να πορευθεί με τον Καμμένο, αντί να ηγηθεί μιας πραγματικά, μεγάλης και σοβαρής εθνικής προσπάθειας. Επέλεξε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αντί για τη θέση και το ρόλο ενός εθνικού ηγέτη της Αριστεράς. Και, τούτο, όταν μετά το δημοψήφισμα, σχεδόν όλα τα κόμματα (πλην ”Χ.Α.”, που το δημοκρατικό-συνταγματικό τόξο αρχειακά και σταθερά αποκλείει, και το ΚΚΕ, που αυτοαποκλείονταν) ήταν έτοιμα να συνδράμουν με ανάληψη ευθυνών, όχι μόνο ψήφισης στη Βουλή, αλλά και άσκησης εξουσίας. Αλλά, και τον Σεπτέμβρη 2015, επέλεξε τον εναγκαλισμό με τον Καμμένο και την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153, αντί μια κυβέρνηση με κοινοβουλευτική στήριξη 270 βουλευτών ! ‘Οταν, μάλιστα, η καραμανλική πτέρυγα της ”Ν.Δ.” δεν είχε απλώς παρασκηνιακό συγχρωτισμό μαζί του (περίπτωση εκλογής ΠτΔ), αλλά δημόσιο προεκλογικό λόγο με τον τότε επικεφαλής της Ε. Μεϊμαράκη περί κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας. Ο Α. Τσίπρας, σε περίοδο που γνώριζε ότι θα ήταν περίοδος εφαρμογής του 3ου Μνημονίου και έντονων διαπραγματεύσεων εξειδίκευσης και εφαρμογής του, έδειξε να μην αντιλαμβάνεται σωστά το βάρος της κρίσης και τη σημασία των συσχετισμών. Χωρίς βάθος και εύρος πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών στην Ελλάδα, με δίπλα του έναν αφερέγγυο Καμμένο και μόνο, με απουσία ερεισμάτων στην Ευρώπη και με επιδεινούμενα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα γρήγορα περιήλθε σε αδιέξοδα και ο κύκλος φθοράς γιγαντώθηκε.
Επί πλέον, ο Α.Τσίπρας επεδίωκε να χτίσει συμμαχίες με τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, και παρά τη θετική στάση εκείνων, αρνούνταν να προβεί στη λογική διόρθωση της ”παρά φύση” κυβερνητικής συμμαχίας του με τον Καμμένο, που επίμονα και δημόσια υποδείκνυαν (Φ. Ολάντ, Μ. Σούλτς, Ζ. Γκάμπριελ), καθώς, και στο άνοιγμα ενός άλλου κύκλου πολιτικών σχέσεων και διεργασιών στο χώρο της κεντροαριστεράς. Αν, μάλιστα, τώρα αναμένει να κερδίσει τις εκλογές στη Γερμανία ο Μ. Σούλτς, – πράγμα απίθανο -, για να κάνει ό,τι μέχρι τώρα δεν έχει κάνει, και πάλι δεν έχει σωστή αίσθηση του πολιτικού χρόνου και των συσχετισμών. Το momentum έχει παρέλθει… ”
[ Άρθρο μου στη ”ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της Κυριακής”, 11 Ιουνίου 2017.
Aναρτημένο και στο : e-diavlos.blogspot.com ]
……………………………………………………………….
Από τον Ιούνιο, σ΄ έναν ακόμα θερμό Ιούλιο ;
———————————————————-
του Ελευθερίου Τζιόλα
Βγαίνουμε από το τέλμα ;
………………………………….
H χώρα μοιάζει ακινητοποιημένη μέσα σ΄ένα τέλμα αδιεξόδου.
Οι πολίτες της, αφοπλισμένοι και ανασφαλείς, παρακολουθούν βασανιστικά τις ημερομηνίες από Εurogroup σε Εurogroup, με καθυστερημένες, κακές ενδιάμεσες συμφωνίες (από την α΄ στη β΄αξιολόγηση), με απώλεια πολυτίμου χρόνου και βούλιαγμα σ΄όλα τα μέτωπα, χωρίς ελπίδα και προοπτική.
Οι πολιτικές δυνάμεις, σε γκρίζο σκηνικό. Δίχως νεύρο, δίχως αυτοπεποίθηση, χωρίς πραγματικά ερείσματα και δημιουργικές δυνάμεις αντιστροφής του μοιραίου.
H παράταση της «ελληνικής εκκρεμότητας» και πέραν του Eurogroup της 15ης Ιουνίου σχεδόν προεξοφλείται, την ίδια στιγμή που απέναντι στις ελληνικές πιέσεις και τις άλλες ‘’μετρημένες’’ αιτιάσεις ηγετικών ευρωπαϊκών παραγόντων, επανέρχονται ζητήματα προαπαιτούμενων (ασφαλιστικό, εργασιακά, φορολογικό), που υποτίθεται ότι είχαν κλείσει με την β΄αξιολόγηση και την υπερψήφιση των νέων μέτρων, ύψους 5,2 δις., που από την αντιπολίτευση ονομάσθηκε 4ο Μνημόνιο !
Ο Α. Τσίπρας με την ψήφιση των επώδυνων μέτρων έχει αποκλείσει επί της ουσίας κάθε σενάριο ρήξης και αναζητεί με αγωνία έδαφος σύγκλισης στα στοιχειώδη. Είναι ακόμα έτοιμος να περιορισθεί και σε σχετική δήλωση-δέσμευση, κι όχι απόφαση, για το χρέος και τη ποσοτική χαλάρωση. Ωστόσο, ακόμα κι αυτά δείχνουν ανέφικτα.
Η συζήτηση με το ΔΝΤ έχει αποκτήσει ατέρμονα χαρακτήρα, στην πράξη , επ΄ωφελεία της γερμανικής πλευράς και αύξησης της αβεβαιότητας στην ελληνική, η οποία στην πραγματικότητα, βιώνει οικονομικά και κοινωνικά πρόσθετη καθίζηση.
H γερμανική κυβέρνηση πολιτικά δεν έχει κανένα συμφέρον να φύγει το ΔΝΤ από το πρόγραμμα, κι αυτό για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι χωρίς τον διεθνή οργανισμό η αρμόδια επιτροπή της γερμανικής βουλής δεν θα εγκρίνει την εκταμίευση της δόσης, ενώ ανάλογη απειλή υπάρχει και από το ολλανδικό κοινοβούλιο.
Ο δεύτερος λόγος, στον οποίο έχει αναφερθεί πολλές φορές ο Β.Σόιμπλε, είναι ότι χωρίς το ΔΝΤ θα πρέπει να συμφωνηθεί ένα άλλο πρόγραμμα, δηλαδή να πάνε οι κυβερνήσεις για τέταρτη φορά στα κοινοβούλιά τους και να ζητήσουν μια ακόμη διάσωση της Ελλάδας, εννοώντας, κατ΄ αυτόν τον τρόπο ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Το ενδεχόμενο να παραπεμφθεί στις καλένδες η συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, αποκτά στοιχεία βεβαιότητας και αποτελεί αρνητική εξέλιξη για την ελληνική κυβέρνηση που έχει ιεραρχήσει το θέμα αυτό ως κεντρικό στην πολιτική της και στην ατζέντα της, παρά τις αντίθετες προτάσεις και πιεστικές παρεμβάσεις πολλών για την με κάθε μέσο αναπτυξιακή στροφή της οικονομίας και ιδιαίτερα των παραγωγικών της τομέων. Η κυβέρνηση φαίνεται να χάνει και το «καθαρό μονοπάτι» που αναζητούσε τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το μόνο θετικό που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον ορίζοντα είναι το ενδεχόμενο εκταμίευσης μιας αυξημένης δόσης, – κοντά στα 9-10 δισ. Ευρώ -, ώστε εκτός από την κάλυψη των αναγκών για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων, να περισσέψουν και πόροι για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και μια πολύ οριακή τόνωση της ρευστότητας στην αγορά.
Πολιτικές κινήσεις και επιλογές.
…………………………………………….
Το τοπίο στην Ε.Ε., με τις ερχόμενες γερμανικές εκλογές και την παραγόμενη από αυτές αναβλητικότητα, καθώς, και τις πολύ πιθανές ιταλικές (και αυτές για το Σεπτέμβριο), δεν βοηθάει σε συζητήσεις αποφασιστικού χαρακτήρα για το ‘’ελληνικό ζήτημα’’, το οποίο έτσι κι αλλιώς κουβαλάει μια αρνητική φόρτιση στα φόρα-στις συνεδριάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων. Η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλά «καυτά» θέματα, όπως η έναρξη των διαπραγματεύσεων για το Βrexit, αλλά και τα νέα δεδομένα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, μετά το επεισοδιακό πέρασμα του Ντ. Τραμπ από την Ευρώπη, που έθεσε σε αναγκαστική κίνηση μείζονα θέματα οντότητας και προοπτικών της Ε.Ε.. Σ΄ένα τέτοιο περιβάλλον δεν υπάρχουν ηγέτες που θα έχουν πραγματική διάθεση να ασχοληθούν και να αποφασίσουν και πάλι για την Ελλάδα.
Αυτά δείχνουν ότι το ξεπέρασμα του προδιαγεγραμμένου αδιέξοδου του Eurogroup της 15ης Ιουνίου με την τοποθέτηση του ελληνικού ζητήματος (χρέος, QE –ποσοτική χαλάρωση) στη σύνοδο κορυφής, όπως έχει από το Α. Τσίπρα προαναγγελθεί, ή, τελικώς, δεν θα πραγματοποιηθεί αποδεχόμενος ένα ακόμη κακό συμβιβασμό στο Eurogroup , της 15ης Ιουνίου, ή αν πραγματοποιηθεί θα είναι χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα από την Σύνοδο.
Με δεδομένη τη δυσχερή θέση ο Α. Τσίπρας, ενδέχεται να ζητήσει είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς, είτε σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας , Π. Παυλόπουλο. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου που παραχώρησε την περασμένη Πέμπτη στο υπουργείο Εσωτερικών, ανέφερε πως «η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι συζήτηση συγκυρίας, αφορά το μέλλον της χώρας και χρειάζονται συγκλίσεις και αν είναι δυνατόν και εθνική γραμμή».
Εάν ο Α. Τσίπρας επιλέξει να προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, η διεξαγωγή του τοποθετείται μεταξύ 16 και 21 Ιουνίου, δηλαδή αμέσως μετά το επόμενο Eurogroup και πριν από τη Σύνοδο Κορυφής. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πρωθυπουργός θα επιδιώξει κοινό μέτωπο των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να εμφανιστεί ενισχυμένος στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. Όμως, παρότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν τοποθετούνται δημοσίως, καθώς η όποια πρωτοβουλία του Α. Τσίπρα δεν έχει αναληφθεί, φαίνεται ότι ο αντίλογος θα είναι ότι επιχειρείται «διάχυση» σε σχέση με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα και την ασκούμενη πολιτική, υπενθυμίζοντας ,παράλληλα, ότι ο Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτουν τη συναίνεση μόνον όταν οδηγούνται σε αδιέξοδα, που όμως αυτοί έχουν δρομολογήσει. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τυχόν πρόσκληση του Α. Τσίπρα για συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον κ. Παυλόπουλο να μην τύχει θετικής ανταπόκρισης.
Η αλήθεια, όπως έχουμε ξαναγράψει, όσο κι ακούγονταν τούτο ιδιαίτερο, είναι ότι ο Α. Τσίπρας πέταξε δύο μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες που του έδωσε ο ελληνικός λαός. Αν περάσουμε, πέρα από την αλλοπρόσαλλη στρατηγική μετά την πρώτη νίκη, του Ιανουαρίου 2015, που ωστόσο είχε πολύ βαρύ τίμημα, εννοούμε : την επικράτηση με το δημοψήφισμα τον Ιούλιο και την εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου 2015, όταν πλέον, γνώριζε με τον πιο ωμό και ακριβή τρόπο τί ήταν και τί σήμαινε η ελληνική κρίση και ποιές και πόσες δυνάμεις όφειλε να κινητοποιήσει για να την αντιμετωπίσει (σ΄ όλα τα μέτωπα). Και στην πρώτη, και στη δεύτερη περίπτωση, επέλεξε να πορευθεί με τον Καμμένο, αντί να ηγηθεί μιας πραγματικά, μεγάλης και σοβαρής εθνικής προσπάθειας. Επέλεξε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αντί για τη θέση και το ρόλο ενός εθνικού ηγέτη της Αριστεράς. Και, τούτο, όταν μετά το δημοψήφισμα, σχεδόν όλα τα κόμματα (πλην ”Χ.Α.”, που το δημοκρατικό-συνταγματικό τόξο αρχειακά και σταθερά αποκλείει, και το ΚΚΕ, που αυτοαποκλείονταν) ήταν έτοιμα να συνδράμουν με ανάληψη ευθυνών, όχι μόνο ψήφισης στη Βουλή, αλλά και άσκησης εξουσίας. Αλλά, και τον Σεπτέμβρη 2015, επέλεξε τον εναγκαλισμό με τον Καμμένο και την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153, αντί μια κυβέρνηση με κοινοβουλευτική στήριξη 270 βουλευτών ! ‘Οταν, μάλιστα, η καραμανλική πτέρυγα της ”Ν.Δ.” δεν είχε απλώς παρασκηνιακό συγχρωτισμό μαζί του (περίπτωση εκλογής ΠτΔ), αλλά δημόσιο προεκλογικό λόγο με τον τότε επικεφαλής της Ε. Μεϊμαράκη περί κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας. Ο Α. Τσίπρας, σε περίοδο που γνώριζε ότι θα ήταν περίοδος εφαρμογής του 3ου Μνημονίου και έντονων διαπραγματεύσεων εξειδίκευσης και εφαρμογής του, έδειξε να μην αντιλαμβάνεται σωστά το βάρος των συσχετισμών και τη σημασία της κρίσης. Χωρίς βάθος και εύρος πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών στην Ελλάδα, με δίπλα του έναν αφερέγγυο Καμμένο και μόνο, με απουσία ερεισμάτων στην Ευρώπη και με επιδεινούμενα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα γρήγορα περιήλθε σε αδιέξοδα και ο κύκλος φθοράς γιγαντώθηκε.
Επί πλέον, ο Α.Τσίπρας επεδίωκε να χτίσει συμμαχίες με τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, και παρά τη θετική στάση εκείνων, αρνούνταν να προβεί στη λογική διόρθωση της ”παρά φύση” κυβερνητικής συμμαχίας του με τον Καμμένο, που επίμονα και δημόσια υποδείκνυαν (Φ. Ολάντ, Μ. Σούλτς, Ζ. Γκάμπριελ), καθώς, και στο άνοιγμα ενός άλλου κύκλου πολιτικών σχέσεων και διεργασιών στο χώρο της κεντροαριστεράς. Αν, μάλιστα, τώρα αναμένει να κερδίσει τις εκλογές στη Γερμανία ο Μ. Σούλτς, – πράγμα απίθανο -, για να κάνει ό,τι μέχρι τώρα δεν έχει κάνει, και πάλι δεν έχει σωστή αίσθηση του πολιτικού χρόνου και των συσχετισμών. Το momentum έχει παρέλθει.
Πρόωρες εκλογές ;
………………………..
Μπροστά , σ΄ένα τέτοιο, επώδυνο αδιέξοδο μετά και τη σύνοδο κορυφής της 22ας Ιουνίου και με εξαντλημένα τα μέσα και τις επιλογές, καθώς και την ανυπαρξία, πλέον, οποιασδήποτε προσδοκίας, η εναπομένουσα τελευταία κίνηση του Α.Τσίπρα θα ήταν η προκήρυξη εκλογών. Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών, που θα έχουν τόσο ένα στοιχείο αιφνιδιασμού των πολιτικών του αντιπάλων, όσο και ένα φιλολαϊκό τόνο με την έννοια της προσφυγής σε συνθήκες κρίσης στη δύναμη του λαϊκού παράγοντα για τον προσδιορισμό της νέας εντολής του για τη διέξοδο.
Η επιλογή αυτή των πρόωρων εκλογών με πιθανότερη ημερομηνία την 16η Ιουλίου, θα αποτελούσε και κίνηση πριν από τον διαφαινόμενο θρίαμβο της οικονομικής πολιτικής του Β. Σόϊμπλε στις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Θρίαμβο των συντηρητικών της Γερμανίας, από τον οποίο ο Α. Τσίπρας, αν συνέχιζε ως πρωθυπουργός δεν θα έχει να περιμένει παρά μόνο εξουθενωτική δράση ανάλογη και, μάλλον, σκληρότερη των τελευταίων δύο ετών. Η ανακοίνωση πρόωρων εκλογών, ακριβώς μετά την αρνητική εξέλιξη και στη Σύνοδο κορυφής, σχετίζεται και με τη συγκράτηση των όποιων εκλογικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ πριν από τις βαριές επιπτώσεις κατά την εφαρμογή των μέτρων στην πραγματική ζωή των πολιτών και ιδιαίτερα των κοινωνικών εκείνων στρωμάτων που αποτέλεσαν την εκλογική του βάση.
Επί πλέον, μια εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ τέτοια, που θα επέφερε ως αποτέλεσμα τον μη σχηματισμό κυβέρνησης, θα οδηγούσε σε νέα εκλογική αναμέτρηση, η οποία θα πραγματοποιούνταν με τον πρόσφατο, νέο εκλογικό νόμο, έχοντας ως βέβαια εκδοχή την διατήρηση του δεύτερου κόμματος (δηλαδή, του ΣΥΡΙΖΑ με τα σημερινά δεδομένα) σε ρόλο κλειδί για τις εξελίξεις.
Ο Ιούλιος φαίνεται ότι για την Ελληνική πολιτική ζωή είναι ο κατ΄ εξοχήν πολιτικός μήνας, των πυκνών εξελίξεων και των ανατροπών…
Θεσσαλονίκη, 9 Ιουνίου 2017
———————————————————————————–
Στις 8 Μαΐου 2017 – 11:56 π.μ., ο χρήστης Eleftherios Tziolas <e.tziolas@gmail.com> έγραψε:
‘…Αυτό που επινόησαν ουσιαστικά οι Έλληνες δεν είναι λοιπόν, όπως συχνά λέγεται, απλώς η δημοκρατία, η οποία, μάλιστα, εννοείται εκφυλισμένη μόνο στο εκλέγειν, αλλά το Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου (ως θεσμισμένη, δημοκρατική, αυτοκυβερνούμενη κοινωνία).”
[ Αναρτημένο και στο : e-diavlos.blogspot.com ]
…………………………………………………………………………………………..
Η πραγματική δημοκρατική κληρονομιά που αγνοούμε.
του Ελευθέριου Τζιόλα
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται έννοιες και όροι με ευκολία και χωρίς βαθύτερη κατανόηση. Όροι και έννοιες που ανάγονται, μάλιστα στην κληρονομιά της ελληνικής γραμματείας, θεωρούμενη από όλους τους στοχαστές ως θεμέλιο κάθε πνευματικής δημιουργίας και αναζήτησης.
Ταυτόχρονα, στη συγκυρία, πρέπει να ομολογήσω μια διάθεση φυγής από τη μαυρίλα της καθημερινότητας, που είναι μάλλον μαυρίλα επταετίας (2010 – 2017), προς τις βαθύτερες ορίζουσες μας, μαζί και η ενθάρρυνση φίλων που παραμένουν αξιόλογοι μελετητές και μεστοί συνομιλητές με ώθησαν να γράψω αυτό το σημείωμα, συνεισφέροντας και διευκρινίζοντας, ορισμένα καίρια κατά τη γνώμη ζητήματα, συνήθως παρεξηγημένα ή/και αγνοημένα, ωστόσο πάντα παρόντα.
Οφείλω να διευκρινίσω, και πάλι, ότι πρόκειται για ένα σημείωμα κι όχι κάτι περισσότερο.
Η αναφορές στη ”δημοκρατία” και στην ιδρυτική ”πόλη -κράτος” είναι συνήθως ρηχές.
………………………………………………………………………………………………………
Η ελληνική πόλις γεννήθηκε χάρις σε μια καταστροφή. Την κατάρρευση, γύρω στα 1200 π.Χ., των συγκεντρωτικών ιερών μοναρχιών μυκηναϊκού τύπου που υπήρχαν στο ελληνικό έδαφος. Μετά από μια μακρά σκοτεινή περίοδο, γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα αναδύθηκε μια πρωτοφανής πραγματικότητα, προϊόν ενός εξελικτικού ”άλματος”, η πόλις. Οι στοχαστές της αρχαϊκής περιόδου, οι Επτά Σοφοί και οι όμοιοι τους, καθώς και οι Έλληνες πολιτικοί αυτής της περιόδου συμβάλλουν καθοριστικά στην πραγμάτωσή της.
Η πόλις πραγματώνει, αναπτύσσει και συσχετίζεται με σειρά εννοιών και ιστορικών κατακτήσεων που χρειάζεται να κατανοηθούν.
1. Την ανατροπή της εξουσίας του ιερού μυκηναίου βασιλιά, ο οποίος συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλους τους τότε κοινωνικούς ρόλους. Κερματίζει την εξουσία και τα βασιλικά καθήκοντα ασκούνται από ένα μεγάλο αριθμό λειτουργών : ιερείς, στρατιωτικοί, δικαστές, διοικητές. Η πολιτική εξουσία γίνεται συλλογική και τοποθετείται εις το μέσον της κοινότητας.
2. Την εμφάνιση της αγοράς, που είναι συνώνυμη της συγκρότησης του δημόσιου χώρου. Με την έννοια της ριζικής, ποιοτικής μετακίνησης της εξουσίας από το βασιλικό άβατο σε τόπο δημόσιο, ανοιχτό, όπου συγκεντρώνονται, διαλέγονται και αποφασίζουν οι πολίτες. Ταυτόχρονα αλλάζει ο ρόλος της γραφής, γίνεται το μέσον δημοσιοποίησης των ιδεών και υποβολής τους στην κρίση του κοινού και καθιστά τους νόμους γραπτούς. Ενώ η γραφή αριθμεί την περίοδο εκείνη 2000 έτη, τα πρώτα κείμενα που μπορούν να θεωρηθούν βιβλία (συγγράμματα) εμφανίζονται στα πλαίσια της ελληνικής πόλεως.
3. Την προώθηση του λόγου και της λογικής που είναι απόρροια της αγοράς, όπου εκτίθεται η εξουσία, μπορεί να αμφισβητηθεί και αποφάσεις και νομοθεσίες μπορούν να επιβληθούν μόνο εφόσον η συνέλευση έχει πεισθεί. Η ορθολογική σκέψη και η τέχνη του λόγου είναι οι πνευματικές δημιουργίες που απευθείας προήλθαν από το δημόσιο χαρακτήρα που έλαβε η εξουσία στην πόλιν. Αργότερα οι επιστήμονες θα τις τυποποιήσουν και θα τις βελτιώσουν (λογική, διαλεκτική, ρητορική).
4. Την εμφάνιση ενός νέου τύπου ανθρώπου, του πολίτη, με ισότητα απέναντι στο νόμο. Αυτό το οποίο καθορίζει τη θέση ενός ανθρώπου στην κοινωνία δεν είναι πια το θρησκευτικό αξίωμα ή η θέση του σε ένα γένος, αλλά, αφενός, η ικανότητά του να μάχεται στην ίδια γραμμή με τους άλλους στη φάλαγγα των οπλιτών και, αφετέρου, η ικανότητά του να παρουσιάζει λογικά επιχειρήματα στην αγορά. Και, εφόσον , στο δημόσιο χώρο, η έγκυρη ένσταση, η αντικειμενική παρατήρηση, η ορθολογική πρόταση μπορούν να προέλθουν από τον πιο απλό πολίτη , όπως κι από τον άρχοντα, κάθε πολίτης μπορεί να υποκαταστήσει οποιονδήποτε και να ανταλλάξει τη θέση του με οποιουδήποτε άλλου. Εμφανίζεται, λοιπόν, ένας άνθρωπος (με μια έννοια ”αφηρημένου ανθρώπου”) ίσος με όλους τους άλλους ενώπιον του νόμου, υπό την διπλή έννοια ότι, αφενός, υποτάσσεται σε αυτόν και, αφετέρου, λαμβάνει εξίσου μέρος στη διαμόρφωσή του. Είναι ένας εντελώς νέος άνθρωπος, ο πολίτης.
5. Την ριζική μεταμόρφωση της θρησκείας, από ένα ”οριζόντιο” (υποχρεωτικό και μοναδικό) δεσμό της κοινωνικής ομάδας , σε μια ”κάθετη” σχέση του ανθρώπου με το θεό (θεούς). Από τη στιγμή της σύλληψης και της εγκαθίδρυσης του κράτους (του δήμου και των λειτουργιών του) που κυβερνάται -διευθύνεται από μια δημόσια λογική, αναλαμβάνει τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης και τιμωρεί τα εγκλήματα εφαρμόζοντας ανθρώπινους νόμους, η θρησκεία γίνεται κοινωνικά ανώφελη και αλλάζει την υπόστασή της. Με την καθιέρωση της λατρείας των πολιούχων θεών, η λατρεία υπόκειται στο κράτος, φαινόμενο που ακυρώνει το θρησκευτικό στοιχείο, εφόσον η πολιτική εξουσιάζει τη θρησκεία, κι όχι πια το αντίστροφο, όπως στις αρχαϊκές κοινωνίες. Ενώ, εμφανίζονται και οι ιδιωτικές μορφές θρησκευτικότητας γύρω από το θείο, όπως τα μυστήρια, οι αδελφότητες κλπ. Είναι αυτά, που αργότερα αποκλήθηκαν στη Δύση ”θρησκεία”.
6. Τη θεμελιώδη διάκριση Φύσεως / Νόμου. Η εμφάνιση, μέσα απ΄ όλα αυτά, της πολιτικής, με την κυριολεκτική έννοια, δηλαδή, όχι απλώς ως συζήτηση εκτελεστικού τύπου που καθορίζει μια συγκεκριμένη συλλογική δράση στο πλαίσιο των εθίμων και της υφιστάμενης κοινωνικής ιεραρχίας (τα ”ιερά κράτη” αυτό το εφάρμοζαν, και οι ανθρωπολόγοι έδειξαν ότι εφαρμόζονταν και στις ”κοινωνίες χωρίς κράτος”), αλλά ως μια ουσιαστική συζήτηση και αποφάσεις που αφορούν την πόλιν, ακόμα και τους κανόνες και το μέλλον του συνόλου της κοινωνικής ζωής. Και, ο νόμος, εφόσον είναι ανθρώπινος μπορεί ελεύθερα να τροποποιηθεί από τον άνθρωπο-πολίτη και η κοινωνική (διά)ταξη μπορεί να υπόκειται σε κριτική και αλλαγή. Μεταξύ των δύο ειδών τάξης, της Φύσεως και του Νόμου, υπάρχει η διάκριση της υπέρτατης (που είναι η Φύση) και της τεχνητής (που είναι ο Νόμος), δημιούργημα του άνθρωπου, απόρροια μιας ”σύμβασης”.
Δημοκρατία ή Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου ;
Πολίτης ή Εκλογέας ; Πόλις και Επιστήμη ή Διοίκηση και Ειδικότητα ;
……………………………………………………………………………………………………
Τα παραπάνω συνοπτικά διαφοροποιούν την Ελλάδα από τις προηγούμενες κοινωνίες, είτε τις αρχαϊκές, είτε τα πρώτα κράτη της αρχαίας Εγγύς Ανατολής, τα οποία ήταν όλα τότε ιερές μοναρχίες.
Οι Έλληνες εγκαθιδρύοντας τις αρχές της έννομης διακυβέρνησης, του πολίτη και της ατομικής ελευθερίας, συγκροτούν ουσιαστικά την πολιτική βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθούν τα νεότερα κράτη δικαίου.
Πράγματι, ο πολίτης οφείλει να υπακούει σ΄ έναν γενικό κανόνα, ίσο για όλους, ανώνυμο, κι όχι σε μια προσωπική και διακριτική εντολή που προέρχεται από έναν βασιλιά, ή έναν πρεσβύτερο στο γένος, ή ένα πρόσωπο το οποίο βρίσκεται σε υψηλότερες θέσεις μιας ιεραρχίας. Έχοντας τα ασφαλή γνωστικά μέσα που του επιτρέπουν να διακρίνει εκ των προτέρων τί είναι θεμιτό και τί αθέμιτο, ο ίδιος μπορεί να αποφασίζει για τις ενέργειές του, να γίνει ένα άτομο ελεύθερο.
Όταν οι ΄Αγγλοι πολιτικοί φιλόσοφοι θα δημιουργήσουν τις εκφράσεις ”government of laws, not of the men” και ”rule of law”, το μόνο που κάνουν είνια να επαναδιατυπώνουν στη δική τους γλώσσα και να επανεπικαιροποιούν το παλαιό ελληνικό πολιτικό ιδεώδες.
Ο Αριστοτέλης, όμως, διευκρινίζει ότι ένα πολίτευμα όπου ”κύριον δ΄ είναι το πλήθος και μη τον νόμον ” δεν είναι πολίτευμα ελευθερίας, διότι σε αυτή την περίπτωση ”μόναρχος γαρ ο δήμος γίνεται, σύνθετος εις εκ πολλών”. Αυτό το οποίο χαρακτηρίζει ένα ελεύθερο πολίτευμα δεν είναι το γεγονός ότι οι εντολές δίνονται στο όνομα του συνόλου, αλλά ότι υπάρχουν γενικοί συμφωνημένοι κανόνες και όχι ειδικές εντολές. Ο δικαστής ή ο κυβερνήτης δίνει ειδικές εντολές μόνο στα πλαίσια του Νόμου. Αυτό που επινόησαν ουσιαστικά οι Έλληνες δεν είναι λοιπόν, όπως συχνά λέγεται, απλώς η δημοκρατία, η οποία, μάλιστα, εννοείται εκφυλισμένη μόνο στο εκλέγειν, αλλά το Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου (ως θεσμισμένη, δημοκρατική, αυτοκυβερνούμενη κοινωνία).
Ένα στοιχείο ιδιαίτερα χαρακτηριστικό της επανάστασης των νοοτροπιών, που οφείλεται στην υπερίσχυση της έννοιας του πολίτη στην Αθήνα, είναι η θέση την οποία η πόλις προορίζει για τους ξένους . Όπως υπενθυμίζει ο Περικλής στον Επιτάφιο, που μας μεταφέρθηκε από τον Θουκυδίδη, η πόλις υποδέχεται μαζικά τους ”μετοίκους” και τους παραχωρεί τα κυριότερα πολιτικά δικαιώματα, πρώτ΄ απ΄ όλα το δικαίωμα να διαμένουν σ΄αυτήν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, επειδή οι Έλληνες, έχουν αποδώσει μια έννοια αφηρημένη στην πόλη και στο πολίτη, πολλοί άνθρωποι μπορούν να προστεθούν σ΄ αυτό το νέο είδος κοινωνικής ομάδας, ανεξάρτητα από το γένος και την εθνότητα στα οποία ανήκουν. Για πρώτη φορά στην ιστορία ένα κοινωνικό σύστημα παραδέχεται ότι δεν στηρίζεται σε μια κοινότητα καταγωγής , αλλά σε αρχές παιδείας και κανόνες δημοκρατικής πολιτείας (με την έννοια της αθηναϊκής δημοκρατίας).
Στοιχείο σημαντικό είναι ότι η πόλις αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσεται η επιστήμη και η επιστήμη αποτελεί κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της πόλεως. Πόλις και Επιστήμη δεν είναι έννοιες διαδοχικές και ανεξάρτητες , αλλά συμπληρώνουν η μία την άλλη. Καθώς η αρχαϊκή θρησκεία χάνει την επιρροή της και στα πλαίσια της πόλεως μπορούν να συζητηθούν ελεύθερα διάφορες υποθέσεις για τον κόσμο, όπως ακριβώς συζητούνται και οι προτάσεις δημόσιας δράσης. Οι Έλληνες πραγματοποίησαν με αυτό τον τρόπο ένα βήμα το οποίο οι ”επιστήμες” της Μεσοποταμίας ή της Αιγύπτου δεν είχαν πραγματοποιήσει. Οι πραγματείες της Μεσοποταμίας όσον αφορά π.χ., την αστρολογία και την ιατρική είναι, όπως οι προφητικές πραγματείες ή τα νομικά θέσφατα (πρβλ. τον Κώδικα του Χαμουραμπί), κατάλογοι από παραδείγματα κι όχι η διατύπωση νόμων (που κωδικοποιούν, ερμηνεύουν, οδηγούν και επιλύουν). Η επιστήμη λέει ο Andre Pichot ακολουθεί δύο οδούς, την ”οδό των αντικειμένων” και την ”οδό του επιστημονικού πνεύματος”. Μια πραγματική δημιουργική συγχώνευση των δύο οδών θα πραγματοποιηθεί κατά τους κλασσικούς αιώνες του ελληνικού κόσμου, και μετά κατά την ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή περίοδο. Οι μεγάλοι επιστημονικοί κλάδοι, – μαθηματικά, αστρονομία, φυσική, ιατρική, βιολογία, φυσιολογία κλπ -, τότε ωριμάζουν, όπως και οι κοινωνικές επιστήμες και ιδιαίτερα η ιστορία (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Πολύβιος).
Είναι όλα τούτα ένα αναγκαίο πλαίσιο για να έχουμε τουλάχιστο ως Έλληνες αίσθηση της συνέχειας, αδρή κατανόηση των καθοριστικών γραμμών της πορείας του Κόσμου και ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού, καθώς και των ιστορικών διαστάσεων των πνευματικών δημιουργών και κατακτήσεων.
Θεσσαλονίκη, 5 Μαίου 2017.