συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

Έχει ξημερώσει για καλά…

Το σχέδιο των Γραμματέων και Φαρισαίων, όπως όπως και μέσα σε μια νύχτα να κουκουλώσουν τη δίκη του Ιησού κι οπωσδήποτε να Τον εξοντώσουν, για να ξεμπλέκουν μ΄αυτόν, έπρεπε να πετύχει..
  Κι έπρεπε γι΄αυτό, εκείνη τη σημαδιακή νύχτα που έμεινε μαύρη κηλίδα στα χρονικά της ανθρώπινης ιστορίας, αφότου Τον συνέλαβαν στη Γεθσημανή και Τον οδήγησαν στους αρχιερείς, να βρουν κάτι σε βάρος Του και να Τον ενοχοποιήσουν .
  Αλλά δεν έβρισκαν.
  
    Οι κινήσεις τους σπασμωδικές.
  Αναζητούν ψευδομάρτυρες, αφού δε βρίσκουν αληθινές κατηγορίες. 
  Τελικά παρουσιάστηκαν δύο που είπαν ότι τον άκουσαν να λέει πως τον υπέροχο ναό τους, του Σολομώντα, που χρειάστηκε 46 χρόνια να τον χτίσουν οι πατέρες τους, ο Ιησούς είπε ότι μπορεί να τον γκρεμίσει  και να τον ξαναχτίσει σε τρεις μέρες, άσχετα αν ο Κύριος εννοούσε άλλο πράμα και μιλούσε για αχειροποίητο ναό.
  Έλα όμως που δε συμφώνησαν οι μάρτυρες και σ΄αυτό.
  Ψάχνει άλλη σοβαρότερη κατηγορία ο Καϊάφας.
  Μία που θα μπορούσε να είναι άκρως ενοχοποιητική ήταν να είπε κάτι βλάσφημο για το Θεό.
  Κι ήξερε γιατί το σκαρφίστηκε αυτό.
  Ο Χριστός είπε πολλές φορές στα πλήθη ότι είναι ο γιος του Θεού.
   Τον ρωτάει λοιπόν: Είσαι εσύ αλήθεια ο γιος του Ευλογητού;
  Ναι, εγώ είμαι, απαντάει ο Κύριος. 
  Σκίζει τα ρούχα του ο Καϊάφας.
  Δεν μας χρειάζονται πια άλλοι μάρτυρες. Τώρα τον ακούσατε όλοι εσείς εδώ τι είπε.
  Τι γνώμη έχετε; 
  Είναι ένοχος θανάτου, φωνάζουν όλοι οι παρευρισκόμενοι.
  Πρέπει να πεθάνει.
 
   Πώς όμως θα τον σκοτώσουν; Αυτοί δε μπορούν, δεν τους επιτρέπεται από το Νόμο.
  Έτσι επινοούν να τον σκοτώσουν οι Ρωμαίοι (στους οποίους ήταν υποταγμένοι οι Εβραίοι).
 
    Τους Ρωμαίους όμως δεν τους ένοιαζε θρησκευτική κατηγορία.
  Έπρεπε να βρουν πολιτική κατηγορία.
  Και τελικά τη βρήκαν.
  Έτσι, αφού τα τακτοποίησαν όλα σε βάρος του και τον ταλαιπώρησαν ψυχικά και σωματικά μέχρι αργά τα ξημερώματα, τον οδηγούν και στο Ρωμαίο διοικητή, τον Πιλάτο, να υπογράψει την καταδίκη του.
     
   Έχει ξημερώσει για καλά και το κτίριο όπου εδρεύει ο Πιλάτος σείεται κυριολεκτικά από τις φωνές του ξέφρενου πλήθους των Εβραίων.
  Ουρλιάζουν, καγχάζουν, γιουχαΐζουν τον Αναμάρτητο, τον Ανεξίκακο, τον Ευεργέτη, που γι’ αυτούς άλλοτε, μέχρι πριν λίγες μέρες, τους τυφλούς τους εφώτισε, τους λεπρούς τους καθάρισε, τους παραλυτικούς τους έστησε όρθιους.
  Στους αποκαμωμένους τους δώρισε ελπίδα, στους νεκρωμένους από την αμαρτία έδωσε χάρη και επιστροφή.
  Στις μανάδες και τ’ αδέλφια έδωσε ζωντανούς τους νεκρούς τους και.., και.., και…
  Ούτε όλος ο κόσμος δε θα μπορούσε να χωρέσει να γραφούν όσα έκανε ο Ιησούς σ’ αυτό το λαό, θα σημειώσει ο Ιωάννης.
 Οι μόνοι που δεν μπόρεσε η αγάπη Του να τους πραΰνει, να τους μαλακώσει, ήταν οι σκληρόκαρδοι ηγήτορες του θεοκρατικού έθνους των Εβραίων.
  Αυτοί ήταν τόσο βολεμένοι στην αρχοντιά που τους εξασφάλιζε η εξουσία πάνω σ’ ένα λαό που τον διαποίμαιναν με το θρησκευτικό φανατισμό, ήταν τόσο θεριεμένη η πίστη τους ότι ξέρουν αυτοί και μόνον αυτοί να ερμηνεύουν σωστά τις Γραφές, ήταν τόσο τυφλωμένοι και κούφιοι από την υποκρισία, ώστε έπεισαν το λαό αυτό να καταδικάσει την ενσάρκωση της Αλήθειας και της Αγάπης.
  Την πηγή τους.
  Τον έπεισαν να ζητάει τώρα μπροστά στον Πιλάτο επίμονα και εκβιάζοντάς τον ότι δεν είναι αλλιώς φίλος του αυτοκράτορα, να τον καταδικάσει σε θάνατο με σταυρό.
  Τόσο επηρεάζει και αφηνιάζει το πλήθος η τυφλή εξάρτηση από τους ηγέτες του.
  Αλλά και η ανωνυμία.
  Μέσα στους πολλούς χάνεται η αίσθηση της προσωπικής ευθύνης, σβήνει και παύει να λειτουργεί και η συνείδηση.
  Και τώρα φτάνει στο σημείο να μη θέλει ο συρφετός αυτός να μπει μέσα στο πραιτώριο του Πιλάτου – στον κυρίως δικαστικό χώρο – για να μη μολυνθεί, λέει, για το Πάσχα του.
  Τι τρελά μπορεί να κάνει ο άνθρωπος!
  Καταδικάζουν τον Αθώο, τον Πλάστη τους, κι αυτό δεν τους μολύνει!
  Δεν τους ταρακουνάει!
  Αρνούνται οι Εβραίοι να μπουν στον τόπο όπου θα υπογραφεί η καταδίκη Του, για να μη μιανθούν!
  Όχι γιατί σε λίγο θα τους καταδικάσει κι αυτούς αυτή η ίδια η καταδίκη του Ιησού…
  Κι αναγκάζεται ο Πιλάτος να βγαίνει κάθε τόσο έξω από το πραιτώριο, για να τους πείσει – όσο κι αν προσπάθησε να τους καταλάβει στις φονικές τους διαθέσεις για τον Κύριο – ότι δε βρίσκει αιτία για να Τον καταδικάσει σε θάνατο.
  Αυτοί όμως “περισσώς έκραζον ‘σταυρωθήτω'”.
  Τάραζαν τον τόπο απαιτώντας απ’ αυτόν να Τον σταυρώσει.
  Κι όταν τους ρωτάει ξανά και ξανά γιατί επιτέλους να Τον σταυρώσει, αυτοί του λένε ότι “εαυτόν Υιόν του Θεού εποίησε”.
  Είπε ότι είναι γιος του Θεού.
  Αλλά κηρύττει και τον εαυτό του βασιλιά των Ιουδαίων.
  Είναι επομένως για τους Ρωμαίους ένας επαναστάτης.
  Ένοχος εσχάτης προδοσίας.
 
    Ο Πιλάτος, αν και μέχρι το τέλος είναι βέβαιος ότι ο Ιησούς δεν είναι ένοχος για κάτι, αποφασίζει και υπογράφει την καταδίκη Του.
  Έτσι, πρωί πρωί, εξαντλημένος και αιμόφυρτος ο Κύριός μας, φορτώνεται κι έναν βαρύ σταυρό κι ακολουθούμενος από τον όμιλο μαθητριών του κυρίως – οι στενοί μαθητές Του Τον εγκατέλειψαν, μαζί κι ο θερμόαιμος Πέτρος – οδηγείται στο λόφο του Γολγοθά, έξω από την πόλη, για να σταυρωθεί ανάμεσα σε δύο ληστές.
  
  Το τι ακολούθησε μας το αποδίδει ανάγλυφα ο Ιωάννης Πολέμης στο ποίημά του “ο Τυφλός προ του Σταυρού”:
 
Τι είν’ η βοή στο Γολγοθά που κόσμος τρέχει απάνω;
-Πηγαίνουν να σταυρώσουν δυο μαζί με κάποιον πλάνο.
 
-Ποιοι να ‘ν’ οι δυο, που εκδικητής ο χάρος τους προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, άρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
 
-Και ποιος ο πλάνος που κι αυτός θα σταυρωθεί μαζί τους;
-Τους Φαρισαίους ρώτησε, είναι δουλειά δική τους!
-Θα πάω να δω…
 
Είπα να δω κι ήρθαν στο νου μου πάλι
τα χρόνια που ήμουνα τυφλός.
 Τυφλός! Εσείς οἱ άλλοι
δεν ξέρετε πόσο η ψυχή μέσα στα στήθη είν’ άδεια,
όταν με μάτια ορθάνοιχτα βαδίζει στα σκοτάδια!
 
Πώς τη θυμούμαι τη στιγμή που εστάθη Αυτός μπροστά μου
και μ’ ευσπλαχνίσθη, κι έσκυψε, πήρε πηλό από χάμου
κι αλείφοντας τα μάτια μου με τον πηλό εκείνο,
μου είπε να πάω στου Σιλωάμ τη στέρνα να τα πλύνω!
 
Όταν τον πρωτοαντίκρυσα τον Φωτοδότη εμπρός μου,
στην όψη Του είδα όλες μαζί τις ομορφιές του κόσμου.
Μοσχοβολούσε κι έλαμπε το κάθε κίνημά Του…
Φως και τα χείλη, κι η φωνή, τα μάτια κι η ματιά Του.
Στα χείλη Του η παρηγοριά, στα μάτια Του η ελπίδα…
 
Έστρεψα τότε ολόγυρα τα δυο μου μάτια κι είδα
κάθε που ζει και που δεν ζει, κι είδα παντού γραμμένη
την όψη Του, λες κι ήτανε καθρέπτης Του η οικουμένη.
 
Φως η ζωή, χαρά το φως!
 
 Ας πάω να δω τον πλάνο
που θα καρφώσουν στο Σταυρό.
 
 Κατά το λόφο επάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι οχλοβοή κι αντάρα
χίλιες φωνές σαν μια φωνή κι όλες σαν μια κατάρα.
Πού πάει; Σπρώχνει και σπρώχνεται και πνίγεται και πνίγει,
και σταματά προσμένοντας. 
 
Παράμερα ξανοίγει
τρεις μαυροφόρες που κρατούν μια λιγοθυμισμένη.
Θε να ‘ναι μάνα η δύστυχη!
 
 Ξάφνω, με μιας σωπαίνει
το πλήθος πού ανταριάζονταν.
 
 -Γκάπ! Γκούπ!
 Καρφώνουν, κρότοι
πνιγμένοι μες στα βογγητά!
 Υψώνονται οι δυο πρώτοι
σταυροί• κανείς δὲν στρέφεται.
 Γκάπ! Γκούπ!
 Ξανακαρφώνουν
μα βόγγος δεν ακούγεται. Να, και τον τρίτον υψώνουν
 
Πώς; Συ που μου ‘δωσες το φως, Εσένα πλάνο λένε;
Κι ήταν γραφτό τα μάτια μου να βλέπουν για να κλαίνε;
 
Τι να τα κάνω και της γης και τ’ ουρανού τα κάλλη;
Πάρε το φως που μου ‘δωσες και τύφλωσέ με πάλι!
 
    Σταυρός, μέχρι την ώρα που υψώθηκε πάνω του με μπηγμένα τα καρφιά στο άγιο σώμα Του ο Ιησούς, σήμαινε  όργανο της πιο ατιμωτικής και βάρβαρης τιμωρίας για κακούργους και ληστές και ενόχους εσχάτης προδοσίας.
  Ήταν ποινή που επέβαλλε η ρωμαϊκή νομοθεσία.
 
   Ως κακούργο και ένοχο εσχάτης προδοσίας κάρφωσε η κακία των Εβραίων και το Θεάνθρωπο Κύριο με ουσιαστικό έγκλημα ότι αγάπησε ”μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού” τον άνθρωπο!
  Δεν ήταν αδυναμία Του αυτή η κατάληξη.
  Ήταν απόδειξη του μεγαλείου της αληθινής και απύθμενης αγάπης Του για τον ξεπεσμένο άνθρωπο.
 
   Στο σταυρό Του συναντήθηκαν η κακία και αιμοβορία του Διαβόλου και των οργάνων του από τη μια και από την άλλη η θεϊκή αγάπη.
  Οι δυο δυνάμεις που συγκρούονται  στον κόσμο και στην καρδιά του καθενός μας. 
 
   Θα ήταν αδυναμία όμως του Θεού, αν δεν ακολουθούσε η Ανάσταση.
  Τελικά το κακό νικήθηκε από την Αγάπη, γιατί αυτή είναι κορυφή και φως και ζωή και το κακό τάρταρος και κόλαση. 
  Γιατί αυτή είναι αυτό που διψάει κάθε άνθρωπος.
                                                   ———————————————————–
    Αυτή όμως η αγάπη δε στοίχισε μόνο στο γιο του Θεού – ανυπολόγιστα βέβαια γι΄αυτόν.
  Τραγικές φιγούρες κάτω από το σταυρό Του ο αφοσιωμένος μαθητής Του Ιωάννης και η μητέρα Του.
  Ιδιαίτερα η μητέρα Του.
  Βλέπει το γλυκύ της Ιησού κρεμασμένο γυμνό μεταξύ ουρανού και γης.
  Αυτόν που ντύνει τα αγριολούλουδα ωραιότερα απ’ όσο ντύθηκε ο Σολομώντας στη δόξα του και τη μεγαλοπρέπειά του.
  Αυτόν που έχει ως ιμάτιο το φως.
  
  Τον βλέπει καταδικασμένο στον πιο σκληρό θάνατο ως κακούργο.
  Αυτόν που πέρασε τη ζωή Του στη γη σκορπώντας ευεργεσία και ελπίδα.
  Βλέπει να τον χλευάζουν και να τον γιουχαΐζουν αυτοί για τους οποίος ανέβηκε πάνω στο σταυρό.
  Τον βλέπει να αιωρείται άμορφο, άχαρο, χωρίς κάλλος, χωρίς ομορφιά, τον “ωραίο κάλλει παρά πάντας βροτούς”.
  Αυτόν που είναι αυτή η ίδια η ομορφιά και η καλλονή της υλικής και πνευματικής δημιουργίας του Θεού.
  Ο προφήτης Συμεών της το είχε προείπει πολύ νωρίς ότι την καρδιά της θα τη διαπεράσει δίκοπο μαχαίρι.
  Ότι θα δοκίμαζε έναν οξύτατο πόνο.
  Μια ανείπωτη δοκιμασία, για την οποία όμως σίγουρα θα την είχε προετοιμάσει ψυχικά ο ίδιος ο Χριστός με την πρόρρηση για την Ανάστασή Του.
  
    Αυτή τη μητέρα μέχρι τότε και μέχρις ότου φύγει και η ίδια από τη ζωή της γης την εμπιστεύτηκε πάνω από το Σταυρό στον Ιωάννη.
  “Αυτός θα είναι από δω και πέρα ο γιος σου”, της είπε.
  “Και για σένα, Ιωάννη, αυτή θα είναι η μητέρα σου”.
  Κι ο Ιησούς, ύστερα από τριών ωρών άφατη οδύνη και πόνο πάνω στο ξύλο του μαρτυρίου, αφήνει το πνεύμα Του στα χέρια του ουράνιου Πατέρα Του.
  Ξεψυχά.
 
 Και μετά ακολουθεί η αποκαθήλωση.
  Ο βουλευτής Ιωσήφ από την Αριμαθαία τον τοποθετεί στο δικό του τον τάφο.
  Στο μεταξύ ο Ιούδας, όταν συνειδητοποίησε τι έκανε και ποιον παρέδωσε, κρεμάστηκε πετώντας τα τριάντα αργύρια στα πόδια των γραμματέων και Φαρισαίων, λέγοντας μεταμελημένος “ήμαρτον, παραδούς αίμα αθώον”.
  “Έσφαλα που σας παρέδωσα έναν αθώο”.
  Τον Αθώο.
  
  Για τρεις μέρες μετά σωματικά μένει στον τάφο ο Χριστός, αλλά με το πνεύμα Του, σύμφωνα με τη Γραφή και την πίστη της Εκκλησίας μας, κατεβαίνει στον κόσμο των νεκρών, των ψυχών που ως εκείνη την ώρα ήταν αλύτρωτες.
  Κηρύττει, και όσους Τον πιστεύουν τους παίρνει μαζί Του με την Ανάστασή Του στον Παράδεισο.
 
  Γι΄αυτόν ας μας αξιώσει κι εμάς ο Κύριός μας.
  Αμήν
              
 
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός 

Δείτε ακόμα