Τι δουλειά έχω εγώ με σένα, Ιησού;
Κάποιος νεαρός, 29 ετών, παίρνει τη διάγνωση ότι έχει καρκίνο.
Όλοι πέφτουν πάνω του να τον στηρίξουν. Κι η μητέρα του να τον προετοιμάσει κιόλας για την αιωνιότητα.
Με αβάσταχτο βέβαια αυτή πόνο, αλλά και καρτερία.
Ο ίδιος δηλώνει άθεος.
Μόλις η μητέρα του — η οποία στο μεταξύ τώρα στα 60 της έχει γυρίσει στην Εκκλησία — πάει να του θυμίσει το Θεό, αντιτάσσεται με σαδισμό.
Είναι αργά, της είπε μια φορά.
— Θυμάσαι, όταν από μικρός πήγαινα παπαδάκι στο ιερό και με απόπαιρνες;
Ήσουν η πρώτη που με παρακινούσες, σχεδόν μου το επέβαλες, στα 19 μου να γνωρίσω πολλές γυναίκες και μια απ΄όλες να σου τη φέρω νύφη.
Όταν πρωτοπήγα με γυναίκες, ένιωθα να προδίδω το Χριστό.
Μετά δεν είχα μάτια να τον δω.
Κι ύστερα ούτε να ακούσω τίποτε γι΄αυτόν, για να μη μου τον θυμίζει
Τώρα για ποιον Θεό μου μιλάς; Αυτόν τον ερμαφρόδιτο που μου δίδαξες, που είναι μόνο για τις κακές μας ώρες;
Η άθεη πια συνείδησή μου δεν μ΄αφήνει να τον ξαναπλησιάσω ούτε και στην τραγική μου αυτή ώρα, αφού δεν τον κράτησα στις καλές μου.
–Ζήτα του συγγνώμη, παιδί μου. Κι εγώ μαζί, λέει η μητέρα.
Δεν πιάνει επαφή η ψυχή μου, μάνα.
Δεν ήμουν τίμιος μαζί του. Ήμουν με σένα, της είπε ειρωνικά.
Σκοτώθηκα στα κλάματα, στην προσευχή, μας εξομολογείται η μητέρα.
Ξεψύχησε με τα λόγια σ΄έναν ιερέα, που τον καλέσαμε να του μιλήσει: πάτερ μου, φεύγω άθεος και με τη διαπίστωση ότι οι γονείς μπορούν να σε οδηγούν στην κόλαση, αλλά δεν ξέρω αν μπορούν και να σε βγάλουν.
Εμένα πάντως…
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κουβέντα και με συσπάσεις στο πρόσωπο, που έδειχναν αφόρητο πόνο, ξεψύχησε.
Αυτό το περιστατικό μού θύμισε την ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε την Κυριακή στους ναούς.
Μιλούσε για έναν δυστυχισμένο άνθρωπο, που γι΄αυτόν δε νοιαζόταν κανείς πια.
Κανείς.
Όλοι τον είχαν εγκαταλείψει στην τύχη του.
Άλλωστε είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων της περιοχής.
Προσπάθησαν πολλές φορές να τον τιθασεύσουν.
Του έβαζαν σιδερένια δεσμά στα πόδια, αλυσίδες στα χέρια. Κι όμως πού έβρισκε τη δύναμη να τα σπάει όλα και σκίζοντας τα ρούχα του να τριγυρνάει στα βουνά βγάζοντας άναρθρες κραυγές.
Και να την αράζει τελικά στα μνήματα.
Εκεί αναπαυόταν.
Άγριος, ατίθασος, ακοινώνητος, με σχιζοφρενική συμπεριφορά, χωρίς να μπορεί να ελέγξει ο ίδιος τον εαυτό του στο τι λέει και τι κάνει.
Αλλ΄ούτε και οι άλλοι. Όσοι και να είναι. Με διανοητική σύγχυση και με πολλαπλή, αλλά και διαλυμένη προσωπικότητα.
Να όμως που και γι΄αυτόν νοιάστηκε κάποιος.
Ήταν σημαδιακή μέρα για τη ζωή του από δω κι εμπρός αυτή που ο Ιησούς πλησιάζει στα Γάδαρα. Στο χωριό του.
Αποβιβάζεται από το πλοίο μαζί με τους μαθητές Του κι ο πρώτος που συναντάει είναι αυτή η τραγική φιγούρα.
Τον είδε από μακριά και τρέχει να Τον συναντήσει.
Κι ο Κύριος δεν τον προσπερνάει, δεν τον απομακρύνει, για να μη του μειώσει αξιοπρέπεια και κύρος, όπως οι άρχοντες της γης.
”Τι κοινό έχουμε εμείς οι δυο, Ιησού; ρωτάει ο άνθρωπος.
Δε μιλάει αυτή τη στιγμή ο ίδιος.Άλλες είναι οι φωνές που βγαίνουν από μέσα του.
Η λεγεώνα (6.000) των δαιμονίων.
Κι αυτό φαίνεται στην απάντηση που δίνει, όταν τον ρωτάει ο Χριστός: ποιο είναι το όνομά σου;
Το όνομά μου είναι λεγεών, γιατί είμαστε πολλοί, απαντάει, ενώ συγχρόνως αυτά τα δαιμόνια Τον παρακαλούν να μη τα διώξει πέρα από την περιοχή.
Δε στεκόμαστε στο δαιμονισμένο άντρα ούτε στη φιλανθρωπία του ευεργέτη Χριστού.
Στεκόμαστε στην εγκατοίκηση ή επιρροή του σατανά στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Όλοι ίσως θα έτυχε να δούμε άνθρωπο εξαγριωμένο από θυμό.
Με μάτια να είναι θολωμένα, με τους βολβούς να γυρίζουν στο δευτερόλεπτο πότε εδώ πότε εκεί, αλλήθωρα.
Ξαναμμένο και με κατακόκκινα μάγουλα και να καταριέται.
Λεγεώνα αυτός ο άνθρωπος δεν έχει, καμιά δεκαριά όμως δαίμονες που τον χορεύουν σίγουρα έχει.
Όπως και δυο γειτόνισσες στο χωριό όταν μαλώνουν
Πού βρίσκουν τόσους και τέτοιους αχαρακτήριστους χαρακτηρισμούς η μια για την άλλη…
Χώρια που ασυναίσθητα μπαινοβγαίνουν μια στην αυλή μια στο σπίτι, κατειλημμένες κυριολεκτικά από μανία και δεν ησυχάζουν, αν δεν πει η μια την τελευταία κατάρα στην άλλη.
Συνδυάζοντας τα παραδείγματα με την περικοπή που ακούσαμε στους ναούς, στεκόμαστε σε ορισμένα σημεία για σχολιασμό.
Πρώτα ότι κανείς άνθρωπος που ζει στη γη δεν είναι χωρίς πάθη και αδυναμίες.
Που του τα κληροδότησαν οι γονείς ή τα απέκτησε ο ίδιος.
Κάθε πάθος όμως, όπως του θυμού, της ακράτειας πάσης φύσεως, της οκνηρίας κ.α. μπορεί, αν δεν αγωνιστούμε και δεν προσέξουμε να γίνουν βάση στην ψυχή μας, για να φιλοξενήσουμε το διάβολο.
Και να του παραδώσουμε τον εαυτό μας, όπως συνέβη με τον Ιούδα με το πάθος της φιλαργυρίας.
Οι πατέρες λένε ότι πίσω από κάθε πάθος καραδοκεί κι ένα δαιμόνιο, για να κάνει κατάληψη στην ψυχή μας, οπότε μας ξεκόβει και μας απομακρύνει από το Θεό.
Δαιμονοποιείται ο άνθρωπος, όταν κυριεύεται περιστασιακά ή μόνιμα από αυτό.
Κι εδώ να πούμε ότι έχουμε εμπειρία όλοι μας.
Πόσο δυσκολευόμαστε να ξαπροσευχηθούμε, όταν κάνουμε μια εφάμαρτη πράξη ή αποκτήσουμε μια κακή συνήθεια. Το ψέμα π.χ.
Όπως και ο νέος στο παράδειγμα που προαναφέραμε.
Δεύτερο σχόλιο είναι ότι οι διακατεχόμενοι από ένα φοβερό πάθος ή δαιμόνιο ή λεγεώνα δαιμονίων δε θέλουν ν΄ακούσουν για το Θεό. Καμία σχέση
”Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σ΄εμένα και σ΄εσένα;”, ρωτάει ο δαιμονισμένος στα Γάδαρα.
Η λέξη Χριστός ή Εκκλησία τους ερεθίζει αρνητικά κι αποφεύγουν ό,τι τους τα θυμίζει.
Τρίτο σημείο είναι ότι ο δαιμονισμένος δεν κρατούσε πάνω του ρούχα. Τα έσκιζε.
Κι όπως σχολιάζει κάποιος φιλόσοφος ιεράρχης, ο Θεός ντύνει τους ανθρώπους κι ο διάβολος τους ξεντύνει.
Στην προπτωτική κατάσταση οι άνθρωποι ήταν γυμνοί, αλλά και αθώοι.
Σήμερα ποιος κάτω από τα αραχνοϋφαντα ρούχα ή τα μιας πιθαμής είναι αθώος ή ποιος , όταν περνάει κάποια με τέτοια ρούχα, μένει απαθής…
Αλλά και από άλλη άποψη.Ποιος μπορεί να σεβαστεί ένα ανώτερο πρόσωπο, αν είναι απρεπώς ντυμένο;
Η εποχή μας έχει χαρακτηριστικό τη γύμνια, που δείχνει και τη γύμνια του πνεύματός της.
Και οι περισσότεροι νέοι ρίχνονται στο κυνηγητό του συντρόφου με αρχικό κίνητρο την πρόκληση του άλλου φύλου για σεξ με ημίγυμνο σώμα.
Λάθος αρχή και λάθος ξεκίνημα βέβαια.
Θυμάμαι μια μητέρα για την κόρη της;
Το΄λεγα τ΄αντίχριστο, μην πας στο σπίτι της γειτόνισσας φιλενάδας σου με σχεδόν μαγιό φορεσιά. Θα τους χωρίσεις.
Τελικά τα κατάφερε. Τους χώρισε με τη γύμνια της. Αν έβλεπες πώς γούρλωνε τα μάτια του ο άντρας της αλληνής…
Τέταρτο σημείο που σχολιάζουμε είναι ότι χαρακτηριστικό του δαιμονισμένου ήταν η αποκοπή του από τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Η μοναξιά.
Η μοναχικότητα.
Όχι αυτή που έχουν οι ασκητές που με την αγάπη στο Θεό και την προσευχή κουβαλάνε μέσα τους όλο τον κόσμο, αλλά αυτή που νιώθει ο αυτόχειρας πριν βάλει τέρμα στη ζωή του.
Και το τελευταίο σχόλιο.
Ο Χριστός ήξερε γιατί πήγαινε στα Γάδαρα κι ότι θα συναντούσε το δαιμονισμένο, που τελικά μετά που τον θεράπευσε τον έκανε και τον άφησε για τους συντοπίτες του απόστολό Του.
Ήταν πρώτος ο Χριστός που καθώς θα πλησίαζε στα Γάδαρα θα προσευχόταν για τον άνθρωπο αυτόν.
Θα τον είχε στη σκέψη Του.
Μήπως ήταν και ο μοναδικός λόγος που μόλις τον είδε ο δαιμονισμένος ένιωσε να τον έλκει κι έτρεξε να Τον συναντήσει;
Σήμερα η εποχή μας σίγουρα όλους λίγο πολύ μας έχει παγιδευμένους σατανικά.
Και γι΄αυτό χρειάζεται να μας έλξει κι εμάς ο Χριστός και να Τον συναντήσουμε.
Αυτό το ρόλο καλείται να τον παίξει η Εκκλησία μας, την οποίας το πλήρωμα το αποτελούμε όλοι εμείς, κληρικοί και λαϊκοί χριστιανοί.
Να δημιουργήσει μαγνητικό πεδίο γύρω της με την προσευχή και την αγιότητα των πιστών της, ώστε να έλκει το σύγχρονο αποστάτη άνθρωπο, τον αναπαυόμενο στα μνήματα των σαθρών επιθυμιών του.
Για να βρει έτσι λύτρωση και μακάρια ανάπαυση
Αμήν
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός