Απελευθέρωση της πόλης των Γρεβενών (1912)
του Βαγγέλη Νικόπουλου
Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στο φωτογραφικό λεύκωμα “Γρεβενά 1912-1940 φωτογραφικά ντοκουμέντα και τεκμήρια” (2018) του υπογράφοντα.
Ομαδική φωτογράφιση στρατιωτών τις πρώτες ημέρες έπειτα από την απελευθέρωση της πόλης. Πρόκειται για το μοναδικό ανευρεθέν ντοκουμέντο που καταγράφει ένα μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων, οι οποίες συμμετείχαν στην άνευ μάχης απελευθέρωση της πόλης από τους Οθωμανούς.
Οι στρατιώτες είναι ενδεδυμένοι με στολή νέου τύπου και φέρουν γαλλικό πηλήκιο «κεπί», το οποίο το 1910 αντικατέστησε το γερμανικό πηλήκιο Μ 1907.
Το παρόν σημαντικότατο τεκμήριο του φωτογράφου Γεωργίου Χρυσοχόου Μαργαρίτη διασώθηκε εξαιρετικά ταλαιπωρημένο.
Απελευθέρωση-Η άλλη πλευρά του λόφου-Οκτώβριος 1912
Η εξιστόρηση των γεγονότων, για τη συγγραφή και ερμηνεία ιστορικών γεγονότων, είναι ορθό να μη γράφεται ως είθισται μόνο από τη πλευρά των νικητών. Ωστόσο η αντικειμενική εξιστόρηση, από όποια πλευρά και αν συγγράφεται είναι δύσκολο να επιτευχθεί, αφού τα υποκειμενικά κριτήρια εμποδίζουν ν΄ αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να φωτίσουν τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν.
Τα απομνημονεύματα του Μπεκήρ Αγά, ενός ΄΄θρύλου΄΄ που έδρασε στη περιοχή κατά τη δύση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δίνουν μια εντελώς διαφορετική διάσταση στις ιστορικές αναφορές των αρθρογράφων από ελληνικής πλευράς κατά τις πολυτάραχες ημέρες της απελευθέρωσης της πόλης και της γύρω περιοχής. Τα στοιχεία που παρατίθενται έχουν εκδοθεί από τα τέκνα του Μπεκήρ Αγά, μεταφράστηκαν με πρωτοβουλία του υπογράφοντα και δημοσιεύτηκαν στο πρόσφατο έργο του με τίτλο ΄΄Γρεβενά 1912-1940 Φωτογραφικά ντοκουμέντα και τεκμήρια΄΄
Αντί προλόγου:
Ο Μπεκήρ Αγάς γεννήθηκε το 1881 στο Τσούρχλι (σημ. Άγιος Γεώργιος) Γρεβενών και το 1903 ξεκίνησε τη στρατιωτική του καριέρα, αποφοιτώντας από τη Σχολή Πολέμου του Μοναστηρίου (σημ. Bitola). Προβιβάστηκε στον βαθμό του λοχαγού μέσα σε τρία χρόνια, εξαιτίας των διακρίσεών του στους πολέμους της Υεμένης. Τον Δεκέμβριο του 1907 συνδέθηκε με το «Οθωμανικό Κομιτάτο Ένωσης και Προόδου» του κινήματος των Νεοτούρκων. Το 1911 διορίστηκε διοικητής της Χωροφυλακής Γρεβενών και στις 26 Σεπτεμβρίου 1912 διορίστηκε διοικητής του Τάγματος Εθελοντών και Άμυνας Γρεβενών, σε εποχή κατά την οποία υπήρχε στα Γρεβενά και το 19ο τάγμα Νιζαμιγέ του 65ου συντάγματος.
Παραμονές Απελευθέρωσης.
Στις 10 Οκτωβρίου ο Μπεκήρ πληροφορήθηκε την ήττα του 8ου Σώματος Στρατού στον Σαραντάπορο.Την επόμενη μέρα στις παρυφές, πάνω από την πόλη των Γρεβενών, προφανώς στα υψώματα της Αγίας Παρασκευής, εμφανίστηκαν Έλληνες έφιπποι και ξέσπασε μάχη, την οποία παρακολουθούσε με τα κιάλια από τον στρατώνα στο λόφο ΄΄Κισλά”. Διέταξε μάλιστα την καταδίωξη των έφιππων Ελλήνων στρατιωτών που είχαν τραπεί σε φυγή.
Πληροφορούμενος ότι οι ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο Καρπερό, αποτελούνταν από ένα Σύνταγμα Πεζικού και δύο ομάδες έφιππων στρατιωτών, διέταξε τον συνοριακό λόχο του Κηπουργειού, μαζί με τη δύναμη του Ανθυπολοχαγού Νουρή Αφέντη, να έρθουν προς ενίσχυση στην πόλη.
Το διάστημα εκείνο ενημερώθηκε ότι πολλοί άντρες από τα εφεδρικά σώματα του 8ου Σώματος Στρατού είχαν λιποτακτήσει, με αποτέλεσμα να δημιουργείται άσχημο κλίμα στην οργάνωση του.
Την ίδια μέρα πολλοί κρατικοί υπάλληλοι έστειλαν τις οικογένειες τους στο Μοναστήρι, ενώ ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε τα Καϊλάρια (σημ. Πτολεμαΐδα) και προχωρούσε προς τη Φλώρινα. Συγχρόνως οι οπαδοί του θεωρούσαν ότι, επειδή παρέμενε στα Γρεβενά, η πόλη δεν θα έπεφτε στα χέρια του εχθρού.
Την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου ο διοικητής του Συντάγματος Χωροφυλακής Μοναστηρίου Οσμάν Μπέης ζήτησε με τηλεγράφημα που παρέλαβε ο αξιωματικός Αλή Ριζά Εφέντης, οι χωροφύλακες να οπισθοχωρήσουν στην Ανασελίτσα.
Τη νύχτα της 12ης-13ης Οκτωβρίου 1912 ο Οσμάν Εφέντης τον τοποθέτησε επικεφαλής του Μηχανικού, τον ενημέρωσε ότι είχε καταληφθεί το Κουμάνοβο και ότι οι γύρω περιοχές είχαν ηττηθεί. Ο Οσμάν διέταξε τον Μπεκήρ να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και να οπισθοχωρήσει στην Ανασελίτσα. Στο άκουσμα της είδησης μέσω τηλέγραφου στην Καστοριά και στην Ανασελίτσα, το ηθικό των τουρκικών δυνάμεων καταβλήθηκε και έτσι οπισθοχώρησαν.
Κατόπιν συγκέντρωσε τον λαό στο γραφείο του Καϊμακάμη (Υποδιοικητή Επαρχίας), όπου τους ανακοίνωσε ότι θα πολεμήσει ακόμη κι αν μείνει μόνος του. Για την απόφαση του αυτή του εξέφρασαν τη στήριξη τους ο Ιζζέτ Εφέντης και ο Φουάτ Μπέης. Επίσης, τους ανακοίνωσε ότι η δεύτερη γραμμή άμυνας του θα ήταν το Τσούρχλι, το χωριό του.
Ο Μπεκήρ αντιλήφθηκε ότι η κατάσταση είχε γίνει πολλή σοβαρή, ότι η φυγή των ανδρών την είχε επιδεινώσει και ότι δεν μπορούσαν να αποτρέψουν τις λιποταξίες. Οι στρατιώτες του Νουρί Εφέντη, αφού προηγουμένως είχαν συνενωθεί με τους σαράντα άνδρες του Σουλεϊμάν Εφέντη και η δύναμη τους αποτελούνταν από Τσάμηδες και Λιάπηδες, άρχισαν να καταστρέφουν και να λεηλατούν τα καταστήματα στη πόλη. Κατάφερε, ωστόσο, να σταματήσει αυτές τις αθλιότητες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, με κάποιους παριστάμενους χωροφύλακες.
Την ίδια νύχτα επισκέφθηκε στον στρατώνα του Κισλά τους φυλακισμένους Έλληνες, οι οποίοι όπως σημειώνει ήταν ανήσυχοι για το τι θα συνέβαινε. Διαπίστωσε μάλιστα ότι έφυγαν και οι χωροφύλακες των Γρεβενών, όταν είδαν ότι ο συνοριακός λόχος αποχωρούσε.
Γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του :
Επειδή αυτές οι κινήσεις των χωροφυλάκων έγιναν τη νύχτα, οι εχθρικοί αντάρτες, που υπήρχαν στα περίχωρα, και οι ελληνικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να τις αντιληφθούν. Κάποια άτομα από τον λαό των Γρεβενών έμειναν για να φυλάνε τους Ρωμιούς, που βρίσκονταν υπό κράτηση στο στρατώνα, ενώ την πίκρα εκείνης της νύχτας δεν θα μπορούσα να την ξεχάσω σε όλη μου την ζωή.
Ήταν σαν όλος ο πόνος της πατρίδας να κάθονταν με όλο του το βάρος πάνω μου. Όπου και να κοιτούσα έβλεπα χυδαιότητα και μικροπρέπεια. Κι εγώ μέσα στη νύχτα έστειλα τα μέλη της οικογένειάς μου, που βρισκόταν στα Γρεβενά, στην Ανασελίτσα, ενώ τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα μετέφερα στον πεθερό μου στο Τσούρχλι.
Έγραψα στον διοικητή της Ανασελίτσας ότι θα αναχωρήσω για εκεί και του είπα να υπερασπιστεί με πείσμα την πόλη. Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου και ο πρωινός λυπημένος ήλιος άραγε για τελευταία φορά έστελνε το φως του αποχαιρετισμού στους ορίζοντες της πατρίδας που ήταν για 500 χρόνια στην κυριαρχία των Τούρκων; Πήρα μαζί μου τους 10 άντρες, οι οποίοι ήταν στην φύλαξη των Ρωμιών που ήταν όμηροι στον στρατώνα. Όταν μπήκα μέσα από την πόρτα, οι κρατούμενοι Ρωμιοί ήταν σκεφτικοί, καθώς δεν ήξεραν τι θα γίνουν στο τέλος και αν το αποτέλεσμα θα προκαλούσε θλίψη ή χαρά. Χαίρονταν που ο στρατός αποσυρόταν, αλλά μέχρι το τέλος φοβούνταν μήπως τους συμβεί κάποιο ατύχημα. Αναφέρει ότι επειδή ήξεραν ότι δεν θα έκανε κάποια κίνηση εναντίον τους, που δεν θα ήταν λεβέντικη, τούς είπα τα εξής μπροστά στα μάτια τους που έλαμπαν από χαρά:
«Κοιτάξτε πατριώτες! Σας κράτησα μέχρι τώρα εδώ υπό κράτηση. Έτσι εμπόδισα τους Ρωμιούς πατριώτες να εξεγερθούν με την ενθάρρυνση και συμμορφούμενοι στις καταστροφές των Ελλήνων. Συγχρόνως περίμενα πως θα προσφεύγατε στους Έλληνες προκειμένου αυτός ο πόλεμος να παραμείνει ανάμεσα σε δύο στρατιωτικές δυνάμεις, Τώρα ο στρατός μου, όπως οφείλει κατόπιν διαταγής, θα αποσυρθεί από τα Γρεβενά και -είμαι υποχρεωμένος να το πω αυτό σαν ένα από τα καμώματα του πολέμου- εγκαταλείπω για ένα διάστημα τα Γρεβενά.
Ωστόσο, αφήνω παρακαταθήκη σε σας την τιμή και την αγνότητα του μουσουλμανικού πληθυσμού που παραμένει εδώ. Αυτοί οι συμπατριώτες σας, που ζουν ανάμεσά σας εδώ και 500 χρόνια, σας έδωσαν χρήματα, άνεση, ευτυχία και εμπόριο. Πήραν πάνω τους τη φτώχια του θανάτου και το βάρος και τις συμφορές του πολέμου. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα ξεχάσετε τη μεγαλοψυχία τόσων χρόνων και ότι θα τους αγαπάτε και δεν θα τους καταπιέσετε ή προσβάλετε. Αυτή η συμπεριφορά ίσως να σας φέρει ευτυχία!»
Κατόπιν έστειλα στα σπίτια τους όμηρους Ρωμιούς, ενώ ανακοίνωσα σε έναν Βλάχο Ανθυπολοχαγό, τον Τραγιάν Εφέντη, ότι θα πάει στα Γιάννενα, όπου θα τον έστελνα με δύο μέσα. Έγραψα και στη δύναμη που πολεμούσε και επισκεύαζε την τηλεγραφική γραμμή στην πλευρά του Γιενιτζέ να αποσυρθεί στην Ανασελίτσα. Έμεινα μόνος στο στρατώνα μαζί με έναν στρατιώτη και τον Ιζζέτ Εφέντη, ο οποίος ήταν πάντα δίπλα μου και έδειχνε τη φιλοτιμία του. Μην μπορώντας να βρω τη δύναμη να υπερασπιστώ μόνος μου αυτό το ιερό κτίριο, που βοήθησε την Τουρκικότητα να σταθεί όρθια τα τελευταία 100 χρόνια, το αποχαιρέτησα με λύπη και έφυγα.
Ενώ καθόμουν μόνος μαζί με τον Ιζζέτ Εφέντη στο ψηλό σημείο, στο οποίο βρίσκεται ο στρατώνας, και κοιτάζαμε την πόλη, η γλώσσα μου θυμήθηκε εκείνο το ενθύμιο των παππούδων μας και τα δάκρυά μου κυλούσαν ασταμάτητα. Πήγα κατ’ ευθείαν στο διοικητήριο. Καθώς ο καϊμακάμης Φιρουζάν Μπέης, εμπιστευόταν τους Ρωμιούς, επειδή οι προεξάρχοντες των Ρωμιών εξέφρασαν την επιθυμία, σύμφωνα με την εντολή του, άφησα στους Ρωμιούς μερικά απαραίτητα έγγραφα που δεν ήταν δυνατό να μεταφερθούν, καθώς και κάποια αντικείμενα, για να τα προφυλάξουν. Όταν ήλθα μόνος από το διοικητήριο στην πλατεία της πόλης, είδα ότι όλοι οι Ρωμιοί χαρούμενοι είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Περνούσα ανάμεσά τους χωρίς να κλονίζεται η βούλησή μου. Αυτοί οι άνθρωποι, πιστεύοντας ότι υπήρχε ακόμα μια ισχυρή εξουσία, με χαιρετούσαν.
Στον δρόμο σκεφτόμουν το μέλλον των Γρεβενών και κλαίγαμε αθόρυβα μαζί με τον φιλότιμο φίλο μου σκεφτόμενοι την θλιβερή κατάσταση της πατρίδας μας. Πήγα στο χωριό μου, το Τσούρχλι (σημ. Άγιος Γεώργιος), και από εκεί στην Κιράστσι (ίσως εννοεί το Τσιράκι, σημ. Άγιος Κοσμάς). Από εδώ υπήρχε χρόνος για να συγκεντρώσουμε μια δύναμη και να ανακαταλάβουμε τα Γρεβενά.
Οργάνωσα την άμυνα των μουσουλμανικών χωριών και για να αποτρέψω την εκκένωση των χωριών και τη φυγή του πληθυσμού, άφησα τον πατέρα μου, τη μητέρα, τον αδελφό και την οικογένειά μου και τους εγκατέλειψα στο βάθος της καταστροφής.
Στις 14 Οκτωβρίου 1912, ημέρα Κυριακή, αναχώρησα μαζί με τη χωροφυλακή των Γρεβενών και τον συνοριακό λόχο από την Ανασελίτσα για το χωριό Κρίφτσε (σημ. Κιβωτός) για να ανακαταλάβω τα Γρεβενά. Η χωροφυλακή Γρεβενών αποτελούνταν από 100 περίπου άντρες από τη Μικρά Ασία και τη Ρούμελη, μουσουλμάνους και μειονοτικούς. Από παρόμοια δύναμη αποτελούνταν και ο συνοριακός λόχος.
Κατά την αναχώρησή μου από την Ανασελίτσα η χωροφυλακή Γρεβενών πάτησε πόδι και εξεγέρθηκε. Σκόπευα, αφού πάω στην Κρίφτσε και πάρω μία δύναμη και από εκεί, να επιτεθώ στα Γρεβενά, και αφήνοντας εκεί μία δύναμη να τραυματίσω με έναν άστατο τρόπο τον εχθρό.
Ξεκίνησα με ταχύτητα προς τα Γρεβενά με μια δύναμη 10 αντρών, τους οποίους εμπιστευόμουν. Τη στιγμή της αναχώρησής μου μπήκε στα Γρεβενά ένα πολύ καλά οργανωμένο σύνταγμα ευζώνων μαζί με έναν λόχο ιππέων και οι Έλληνες έπιναν χαρούμενοι μπύρα στην πλατεία της αγοράς.
Αφήνοντας τον πληθυσμό 4 χιλιόμετρα στα δεξιά μας πήγα με αυτούς τους 10 στρατιώτες μέχρι τα Γρεβενά για να κάνω αναγνώριση. Φαίνονταν 10, 20 άτομα, τα οποία βρίσκονταν σε φυλάκια του εχθρού στους γύρω λόφους. Αμέσως ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί από το χωριό Κίλαμιτς (σημ. Καλαμίτσι), που έκαναν γνωστή την κίνησή μου.
Έβλεπα αυτή την αναταραχή στην πόλη. Με τους 10 άντρες μου κάναμε μια σοβαρή σύγκρουση με πυροβολισμούς. Ανάμεσα μας υπήρχε απόσταση 700, 800 μέτρων. Η σύγκρουση διήρκεσε μια ώρα.
Το γεγονός ότι δεν είχα μαζί μου καθόλου τακτικούς στρατιώτες με υποχρέωνε να κάνω τουλάχιστον μία αναγνωριστική ενέργεια. Από εκεί ήρθα στην Κρίφτσε. Έμαθα ότι ο συνοριακός λόχος μαζί με τη χωροφυλακή Γρεβενών είχαν φύγει για την Ανασελίτσα, και κατάλαβα. Αμέσως πέρασα στην Ανασελίτσα, καθώς εκεί υπήρχε μια δύναμη μέχρι και χιλίων ανδρών.
Χωρίς να κοιτάξω την αναστάτωση στην Ανασελίτσα, ζήτησα βοήθεια από το εδώ τάγμα των εθελοντών για να σώσω ξανά τα Γρεβενά. Ο διοικητής της Ανασελίτσας, απόστρατος, ανώτερος λοχαγός Οσμάν Εφέντης, δεν αποδέχτηκε αυτήν μου την έκκληση. Τώρα δεν μπορούσα να δώσω καμιά εντολή στους δικούς του άντρες.
Στις 15 Οκτωβρίου με δύο πολυπληθείς λόχους από το τάγμα εθελοντών της Μπέχλιτς (πιθανόν εννοεί την περιοχή Μπίγλιστα της Αλβανίας) παίρνοντας και τη χωροφυλακή Γρεβενών και τον συνοριακό λόχο αναχώρησα για τα Γρεβενά περνώντας από το Τσούρχλι.
Προς το πρωί μαζί με 20 άντρες πλησίασα πολύ στα Γρεβενά. Πιαστήκαμε σε αψιμαχία με τη δύναμη του εχθρού. Αυτή τη φορά όλη η δύναμη του εχθρού παρατάχθηκε σε μία πλευρά σχηματίζοντας μία σκληρή αμυντική γραμμή. Μετά από μία ανταλλαγή πυρών διάρκειας τριών ωρών, υποχρεώθηκα μαζί με τους 20 άντρες μου να αποσυρθούμε με λύπη και απελπισία.
Στις 16 Οκτωβρίου, την ώρα που έφτασα στην Ανασελίτσα, πήρα από τον εκπρόσωπο του διοικητή της χωροφυλακής Μοναστηρίου, Οσμάν Εφέντη, την εξής διαταγή:
Προς τον λοχαγό της Χωροφυλακής Ανασελίτσας Μπεκήρ Εφέντη
Τηλέγραφος Μοναστηρίου
14 Οκτωβρίου 1912
Όπως και το χτεσινό τηλεγράφημα, και αυτό απεστάλη στην Αρχηγία των Ενόπλων Δυνάμεων. Υποσχέθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις ότι η απαραίτητη δύναμη θα έρθει. Το οικονομικό ζήτημα θα εξασφαλιζόταν. Μέσω του πολεμικού φόρου θα γίνει δυνατή η παροχή προμηθειών. Καθώς ο στρατός μας είχε απομακρύνει τον ελληνικό στρατό από την απέναντι όχθη του Αλιάκμονα, η αγωνία του καϊμακάμη ήταν αβάσιμη. Θα αναλάβετε την διοίκηση ολόκληρης της Ανασελίτσας και του πληθυσμού της, η οποία με αυτή τη διαταγή, δόθηκε στην αρμοδιότητά σας. Έχετε την ευθύνη να χρησιμοποιήσετε όπως επιθυμείτε όλους τους παρόντες αξιωματικούς, να τους διορίσετε και να τους απομακρύνετε.
Ο ερχομός του αρχιστράτηγού μας αναπτέρωσε το ηθικό του στρατού μας. Για να είναι όλος ο λαός ήσυχος και σίγουρος δεν πρέπει να κυριευόμαστε από άκαιρες ανησυχίες. Να συλλάβετε τους άντρες που λιποτάκτησαν από τον πόλεμο.
Εκπρόσωπος του διοικητή του συντάγματος χωροφυλακής Μοναστηρίου,
Λοχαγός Οσμάν Νουρί
Αυτή η διαταγή, που μου έδινε μεγαλύτερες διοικητικές αρμοδιότητες, εξασφάλιζε ότι η στρατιωτική δύναμη της Ανασελίτσας, της οποίας κάθε πλευρά ήταν αβέβαιη, θα ετίθετο υπό μία διοίκηση. Καθώς ήμουν κατώτερος στον βαθμό από μερικούς από τους αξιωματικούς που βρίσκονταν στην Ανασελίτσα, ενώ το υπουργικό συμβούλιο με την τελευταία του ενέργεια υπέβαλλε την παραίτησή του, δεν ήμουν τυπικά σε θέση να διατάξω αυτούς τους αξιωματικούς.
Όπως και να είχε, μολονότι αυτή η διαταγή του διοικητή του τάγματος ανιχνευτών της χωροφυλακής Μοναστηρίου, Οσμάν Εφέντη, έφτασε πολύ αργά, συγκέντρωσα αμέσως τους κατοίκους της πόλης στο τζαμί για να τους ενημερώσω για μια διαταγή που έφτασε στην ώρα της.
Τους περιέγραψα και τους εξήγησα επί μακρόν και με λεπτομέρειες πώς μια δύναμη μπορεί να είναι επιτυχημένη με γνώση και καρτερικότητα. Σχημάτισα έναν λόχο με τους λιποτάκτες του στρατού και τους οργάνωσα, με αποτέλεσμα να έχω μια αρκετά καλά οργανωμένη δύναμη τακτικού στρατού 1.200 ατόμων. Ένας αντάρτης με δύναμη 400 Έλληνες είχε καταλάβει το χωριό Βογατσικό, από το οποίο μπορούσε να εποπτεύει τα βουνά της Σίκεστε (σημ. Σιάτιστα) και να κόψει το δρόμο ανάμεσα στην Ανασελίτσα και στην Καστοριά. Εδώ ο εχθρός απειλούσε τη γέφυρα του Iζμάξι (πιθανόν εννοεί το Ίζλιμπι, σημ. Ποριά Καστοριάς), που βρίσκεται πάνω στον δρόμο Ανασελίτσας και Καστοριάς. Έστειλα εναντίον αυτού του εχθρού δύο λόχους από τη μονάδα εθελοντών της Ανασελίτσας μαζί με το τάγμα της Καστοριάς.
Στις 17 Οκτωβρίου, αυτή η δύναμη που πήγε στο χωριό Μπογάτς (σημ. Βογατσικό), χτύπησε τους ληστές που βρίσκονταν στα περίχωρά του και σκότωσε λίγους από αυτούς. Αυτή τη φορά θέλησα να βαδίσω με ισχυρή δύναμη ενάντια στα Γρεβενά.
Αφήνοντας τη δύναμη της Ανασελίτσας, την οποία είχα οργανώσει απέναντι στην οργανωμένη και ανοργάνωτη δύναμη 2.000 Ελλήνων που βρίσκονταν στη Σίκεστε, πήρα μαζί μου τη χωροφυλακή Γρεβενών και τη χωροφυλακή του συνοριακού λόχου. Μαζί με αυτούς τους δύο λόχους έπαιρνα μαζί μου τους εθελοντές της Ανασελίτσας και μια δύναμη 300 ανδρών από τους εθελοντές της Κολώνια.
Όταν έφτασα στην Κρίφτσε, ενδιαφέρθηκα και για τη δύναμη της χωροφυλακής, η οποία βρισκόταν στο Τσούρχλι. Παίρνοντας στην Κρίφτσε τη δύναμή μου, που έφτανε τους 400 άντρες και αποτελούνταν από τους εθελοντές από το Τσούρχλι, τη χωροφυλακή Γρεβενών και το συνοριακό λόχο, αναχώρησα για τα Γρεβενά.
Βαγγέλης Νικόπουλος