ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Εφημερίδα Ακρόπολις – Δευτέρα 3 Μαρτίου 1941. ΑΡ. ΦΥΛ.4345
Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων Μάρτιος του 1941.
***
Συνέντευξη του πολεμικού ανταποκριτή κ. Ε. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ με τον τραυματία Αθανάσιο Κ. Γκούμα, Θρυλικού «ΠΑΠΠΟΥ» του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Τον «Καπετάν Πόλεμο» όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες Στρατιώτες του Αλβανικού Μετώπου.
*********************************
ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΟΙΙΑΣ
Ό λεβεντόγερος Θανάσης Γκούμας πού μάχεται άπό τά 97 έως σήμερα.
ΤΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΜΑΣ κ. Ε. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ
……….θά έκταθώ περισσότερο στό δεύτερο περιστατικό πού το έχω άπό προσωπική πιστοποίησι. Συναντώ τόν ήρωά του έξω άπό ένα στρατιωτικό νοσοκομείο.
Έχει ολόασπρα τα μαλλιά, είναι σκέλεθρο ζωντανό από τον πέρασμα του χρόνου και κρατεί στα χέρια του μια μαγκούρα Ιταλού Αλπίνι . Είναι όπως φαίνεται και το βεβαιώνει. 66 χρονών και καθώς τον βλέπω να χτυπά την μαγκούρα του στο έδαφος δεν ξέρω πως μου έρχεται να τον πειράξω.
— Τι παριστάνεις παππού εδώ πάνω;
Δεν πειράζεται όπως περίμενα. Έχει υποστεί φαίνεται το ίδιο πείραγμα πολλές άλλες φορές. Λάμπουν ως τόσο τα μικρά του καστανά μάτια, βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη του και μας το δίδει.
— Θανάσης Γκούμας ονομάζουμαι μας λέει και είμαι εθελοντής ανθυπολοχαγός Πρώην οπλαρχηγός. Διαβάζουμε το χαρτί. Είναι μια πιστοποίηση του συνταγματάρχη του με ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου 1941.
Βεβαιώνει πως ο Αθανάσιος Γκούμας έφεδρος ανθυπολοχαγός εκ του χωρίου Μέγαρον Γρεβενών επεδείξατο καθ’ όλην την διάρκειαν των πολεμικών επιχειρήσεων μέχρι της ημέρας του τραυματισμού του εκ βόμβας εχθρικού αεροπλάνου εις «Χάνι Βικάζι» αδάμαστον θάρρος και αξιοθαύμαστη γενναιοψυχίαν γενόμενος ούτω λαμπρόν υπόδειγμα εις τους άνδρας της ύφ’ ημάς μονάδος».
— Μπράβο! Μπράβο παππού!
Σπυθοβολούν τώρα περισσότερο τα μικρά καστανά μάτια του.
Πάμε σε ένα καφενεδάκι και εκεί πίνοντας το κριθαρόζουμο – καφέ, να τον κάμη ο Θεός μας αφηγείται όλη την περίφημη Ιστορία του.
Έχει λοιπόν πολεμήσει στα 1897 με τον «Σμολένσκη» με παράσημο από τότε, έχει άλλο παράσημο για την συμμέτοχη του στους αγώνες του Μακεδονικού κομιτάτου, με ανάγλυφο τον Μέγα Αλέξανδρο, έχει τρίτο του 1912, έχει του 1920 και έχει και ένα σημερινό. Τα βγάζει όλα και μας τα παρατάσει κάτω στο τραπέζι. Το σημερινό δεν είναι μέταλλο. Είναι δυο έγγραφα.
Στο ένα προτείνεται να του απονεμηθή αριστείον ανδρείας γιατί «ών επί κεφαλής πολυβολείου, όχι μόνον δεν υπέκυψε βαλλόμενος εκ πολλών σημείων, αλλά αντισταθείς επί δίωρον εγένετο αίτιος να σιγήση εχθρικόν πολυβολείον και να συλληφθούν πολυάριθμοι αιχμάλωτοι». Στο άλλο του γίνεται πρότασις προαγωγής εις υπολοχαγόν.
— Είσαι ευχαριστημένος από μένα τώρα; Μας ρωτάει καθώς ρουφά το πικρό του κριθαρόζουμο. Να και κάτι καλύτερο: Βγάζει με παιδιακίστικη χαρά τώρα ένα Ιταλικό παράσημο. Είναι ένα στενό χρωματιστό μεταλλικό τετράγωνο, επάνω στο οποίο είναι ανάγλυφο ένα χέρι και επάνω από τούτο τρία μικρά μικροσκοπικά αστέρια. Το έχει πάρει, καθώς μας βεβαιώνει επάνω στην μάχη από ένα Ιταλό αξιωματικό σε μια πλαγιά της Τρεμπεσίνας. Και μας εξηγεί:
— Γι’ αυτόν που το είχε ήταν σαν να είχε τρία παράσημα. Τι θέλεις μωρέ στην Πατρίδα μας; Του φώναξα. Ήθελες να πάρης και τέταρτο παράσημο έ; Θα σου κόψω το χέρι για να μη μπορής να το ξαναπλώσης στην Ελλάδα μας. Και….
Κάτι μας μουρμουρίζει συνεχίζοντας τη φράσι του, αλλά αυτό θα το αφηγηθούμε όταν ο πόλεμος τελειώση με το καλό.
Φθάνει ύστερα η ανάκρισις μας στα οικογενειακά του, από την οποία νέες καλύτερες αποκαλύψεις μας γίνονται. Έχει τέσσερα κορίτσια και ένα γιο που μάχεται στο «Τεπελένι».
— Ο Γυιός μου, αφηγείται ο λεβεντόγερος Γκούμας ήταν επιστρατευμένος δυο μήνες πριν αρχίσει ο πόλεμος. Όταν μετακινήθηκε για τα σύνορα, έστειλε ένα γράμμα στη μητέρα του που έγραφε: «Δέστε τον πατέρα για να μη το σκάση και πάει στον πόλεμο. Δεν κρατούν τα κότσια του για νέες κακουχίες». Αλλά η Γκούμενα που λες κι’ οι Γκουμενοπούλες μου ξερεις πως απάντησαν, χωρίς εγώ να ειπώ τίποτα. Γράφτο, γιατί αξίζει: «Αγαπημένε μας γυιέ και αδελφέ. Πως σου πέρασε από το μυαλό πως θα κρατήσωμε τον πατέρα να μην πάη να κάνη το καθήκον του στην πατρίδα; Και αυτός θα πάη και εμείς όλες θα πολεμήσουμε αν ο άπιστος οχτρός φτάση στα σπίτια μας».
— Λοιπόν, τονίζει ο γέρο – Γκούμας, το ίδιο βράδυ πήγα και κατατάχτηκα και πολέμησα και θα πολεμήσω ώς που να πεθάνω. Δεν σκοτώνουμαι εγώ. Στο κρεβάτι μου θα πεθάνω όταν η Ελλάδα μας θα είναι πάλι μεγάλη. Μεγάλη, ακούς; Τότε που η Ιταλία θα είναι κουρέλι των κουρελιών! Τότε θα τα κλείσω μόνος τα μάτια μου!
Και σαν να θέλη να μη του ξεφύγη το όραμα που τον κατέχει, κλείνει τα μικρά φωτεινά μάτια του.
Ε. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ.
«Το κείμενο το αντέγραψα χωρίς να κάνω διορθώσεις. Οι μόνες διορθώσεις είναι:
Η ηλικία του Αθανασίου Γκούμα. Ήταν 66 ετών και όχι 60. Είχε 4 κόρες και όχι 3».
********************************
Ο Αθανάσιος Κ. Γκούμας γεννήθηκε το 1875 στο Μέγαρο Γρεβενών. Έλαβε μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις από το 1897 έως και το 1949 και σε όλες παρασημοφορήθηκε.
Απεβίωσε στις 30 Ιανουαρίου το 1957 σε ηλικία 82 ετών στο σπίτι του στο Μέγαρο Γρεβενών, αφήνοντας μια πλούσια και πολυσχιδή προσφορά στους αγώνες της Πατρίδας.
Επιμέλεια κειμένου:
Γαλάτεια Ν. Βασιλοπούλου,
Το γένος Αθανασίου Κ. Γκούμα.
Αθανάσιος Κ. Γκούμας: Η φωτογραφία αυτή εδημοσιεύθη εις τον Τύπον 1941. Λάφυρα πολέμου: Ένα περίστροφον 45η από αυτά που είχαν οι καραμπινιέροι, ένα μπαστούνι Αλπινιστών.