Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

center

Euromedica

euromedica ygeia

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ (1901-1910)

ΕΝΑΣ ΑΓΝΟΗΜΕΝΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ  

Χρήστου Δ. Βήτου, υποστάτηγου ε.α.

Μετά την ατυχή έκβαση του πολέμου του 1897 η βουλγαρική και ρουμανική προπαγάνδα, εκμεταλλευόμενες την αδυναμία της Ελλάδας να δράσει αποτελεσματικά, ανέπτυξαν έντονη ανθελληνική δραστηριότητα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανησύχησε σοβαρά για την κατάσταση που δημιουργήθηκε εις βάρος του και, για να αναχαιτίσει τον κίνδυνο, τοποθέτησε στις ευάλωτες περιοχές της Μακεδονίας τους πιο ικανούς ιεράρχες που διέθετε την εποχή εκείνη. Έτσι, στη σλαβόφωνη ζώνη έστειλε τους μητροπολίτες Γεμανό Καραβαγγέλη Καστοριάς, Ιωακείμ Φορόπουλο Πελαγονίας (Μοναστηρίου) και Χρυσόστομο Καλαφάτη Δράμας, ενώ στα Γρεβενά, που αποτελούσαν το σκληρό πυρήνα της ρουμανικής προπαγάνδας, τοποθέτησε τον Αγαθάγγελο Κωνσταντινίδη.
Ο Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το 1864 στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1886. Από το 1892 έως το 1896 σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Παρισιού και στη συνέχεια μετέβη στο Λονδίνο για εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Από το Λονδίνο προσκλήθηκε τον Οκτώβριο του 1896, για να αναλάβει καθηγητής των Νομικών στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, θέση την οποία διατήρησε μέχρι την εκλογή του ως μητροπολίτης Γρεβενών στις 20 Οκτωβρίου 1901.
Διετέλεσε διαδοχικά μητροπολίτης Γρεβενών (1901-1910), Δράμας (1910-1922), Νεοκαισαρείας(1922-1924), Πριγκιποννήσων (1924-1927) και Χαλκηδόνος (1927-1932). Τον Ιούνιο του 1932 υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους υγείας. Το Οικουμενικό Πατρειαρχείο του απένειμε τιμητικά τον τίτλο του μητροπολίτη Εφέσου. Απεβίωσε στις 16 Αυγούστου 1935 στη Χάλκη, όπου ενταφιάστηκε. Ήταν λόγιος και συνέγραψε αρκετά έργα, θρησκευτικού κυρίως περιεχομένου. Συνήθως στα γραπτά του χρησιμοποιούσε το φιλολογικό ψευδόνυμο «Μάγνης», το οποίο υποδήλωνε τον τόπο της καταγωγής του (Μαγνησία).

Διωγμός του Μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθαγγέλου

Ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος ανέλαβε καθήκοντα στη Μητρόπολη Γρεβενών τον Οκτώβριο του 1901. Το πρώτο του μέλημα ήταν η αντιμετώπιση και εξουδετέρωση της ρουμανικής προπαγάνδας, που ταλάνιζε το χριστιανικό ορθόδοξο πληθυσμό της επαρχίας του για περισσότερα από 30 χρόνια. Είχε στενή συνεργασία με το Προξενείο Ελασσόνας, το οποίο παρακολουθούσε τις δραστηριότητες των βλαχόφωνων χωριών των Γρεβενών. Επίσης είχε μυηθεί από τους πρώτους στο Μακεδονικό Αγώνα, αφού το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου του 1904 και πριν ακόμη αρχίσει επίσημα η δράση των ελληνικών σωμάτων και εισέλθει στη Δυτική μακεδονία το σώμα του Παύλου Μελά (Αύγουστος 194), έστειλε αγωγιάτες στο Κέντρο Τρικάλων, για να παραλάβουν όπλα και φυσσίγγια. Το Κέντρο όμως δεν είχε χρήματα να πληρώσει τη μεταφορά αυτών και η αποστολή αναβλήθηκε για αργότερα.
Στις αρχές του Ιουνίου του 1905 το Μακεδονικό Κομιτάτο Αθηνών, μετά από αίτημα του Αγαθαγγέλου, διέθεσε στη Μητρόπολη Γρεβενών 10 ένοπλους άνδρες. Τους άνδρες αυτούς παρέλαβαν από τα Τρίκαλα ο αγγελιοφόρος της Μητρόπολης, Κωνσταντίνος Ρίζος από τη Σαμαρίνα και ο Μακεδονομάχος Κωνσταντίνος Δημάκης ή Μπούρας από το Μαυρονόρος. Ο μητροπολίτης όρισε οπλαρχηγό το Ρίζο, ο οποίος έκτοτε έφερε το ψευδώνυμο «Ξανθόπουλος ή Ξάνθος». Το σώμα του «Ξανθόπουλου», που συνολικά με τους ντόπιους είχε δύναμη 15 ανδρών, λημέριαζε κοντά στην πόλη των Γρεβενών και είχε ως κύρια αποστολή την προστασία του μητροπολίτη από τους ρουμανίζοντες.
Ο Αγαθάγγελος, ιεράρχης με εξαιρετικές ικανότητες, οργάνωσε και διηύθυνε με αποφασιστικότητα και αυταπάρνηση τον αγώνα κατά των πρακτόρων της ρουμανικής προπαγάνδας. Η δυναμική παρουσία του στο χώρο της Εκκλησίας και της παιδείας, δεν άφηνε περιθώρια αποτελεσματικής δράσης των ρουμανιζόντων, γι’ αυτό έπρεπε να βρουν τρόπο να τον απομακρύνουν από τη Μητρόπολη. Έτσι τον συκοφάντησαν στην Οθωμανική Πύλη ότι εξεγείρει το λαό των Γρεβενών σε επανάσταση και ότι συνεργάζεται με τα ελληνομακεδονικά σώματα που εισέρχονταν στη Δυτική Μακεδονία. Ύστερα από τη συκοφαντία αυτή το τουρκικό Υπυργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων απηύθυνε στις 23 Ιουνίου 1905 προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη έγγραφο με το οποίο κατηγορούσε τον Αγαθάγγελο για τα ακόλουθα:

o Κατά την περιοδεία του στα χωριά εκφωνεί λόγους και ερεθίζει τα πνεύματα του λαού.
o Φέρεται καταπιεστικά στους Βλάχους.
o Έρχεται σε επαφή με μεταμφιασμένο Έλληνα αξιωματικό.
o Καλεί από την Ελλάδα ύποπτα πρόσωπα και τα διορίζει ιερείς.
o Είχε συνέντευξη με τον Έλληνα Πρόξενο Ελασσόνας.

Στις 25 Οκτωβρίου του 1905, παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου, ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος είχε μεταβεί στο Μεγάλο Σειρήνι, για να ιερουργήσει και την επόμενη να χειροτονήσει ιερέα. Τη νύχτα όμως πήγαν στο χωριό Τούρκοι χωροφύλακες και του γνωστοποίησαν διαταγή του καϊμακάμη (επάρχου) Γρεβενών, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να επιστρέψει στα Γρεβενά. Ο Αγαθάγγελος αρνήθηκε να υπακούσει, γιατί δεν είχε έγγραφη διαταγή. Ύστερα από αρκετή ώρα έφθασε στο χωριό ένα τμήμα 50 Τούρκων στρατιωτών με επικεφαλής μουλιαζίμη (ανθυπολοχαγό), ο οποίος παρέδωσε στο μητροπολίτη έγγραφη διαταγή του Γενικού Επιθεωρητή Μακεδονίας Χιμλή Πασά, οπότε αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και να επιστρέψει στην έδρα του, διαμαρτυρόμενος κατά του Χιμλή Πασά, επειδή του δημιουργούσε προβλήματα στην άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων.
Το δεύτερο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 1905, ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος έλαβε τηλεγραφική διαταγή του Πατριαρχείου, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να μεταβεί επειγόντως στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας στη θέση του, ως αρχιερατικό επίτροπο, τον πρωτοσύγκελο Αθανάσιο Τσάμη.
Η εσπευσμένη αυτή πρόσκληση εκ μέρους του Πατριαρχείου οφειλόταν στις ανακριβείς πληροφορίες που έδωσε ο πρόξενος της Ελασσόνας Λάμπρος Ενυάλης στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, που έλεγαν ότι δήθεν ο Αγαθάγγγελος σκόπευε να εγκαταλείψει τα Γρεβενά και να εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα, για να αποφύγει τη δίκη που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι με την κατηγορία ότι συνεργαζόταν με τα ελληνομακεδονικά σώματα. Το Υπουργείο των Εξωτερικών ενημέρωσε το Πατριαρχείο, το οποίο ανησύχησε για την τροπή που θα λάμβαναν τα πράγματα και γι’ αυτό τον κάλεσε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη.
Όπως αποδείχθηκε αργότερα, ο πρόξενος Ελασσόνας έπεσε θύμα ρουμανίζοντος πληροφοριοδότη, ο οποίος ενεργούσε βάσει σχεδίου που απέβλεπε στην απομάκρυνση του μητροπολίτη από την έδρα του.
Την άφιξη του μητροπολίτη Αγαθαγγέλου στην Κωνσταντινούπολη και την απομάκρυνσή του από τα Γρεβενά οι ανταποκριτές των ευρωπαϊκών εφημερίδων και κυρίως των ρουμανικών, τη χαιρέτισαν σαν θρίαμβο της ρουμανικής διπλωματίας.

Απαγόρευση επιστροφής Αγαθαγγέλου στη Μητρόπολη Γρεβενών

Στην Κωνσταντινούπολη ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος δικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου για την κατηγορία που του είχαν αποδώσει οι Τούρκοι και αθωώθηκε. Όταν στα μέσα Δεκεκεμβρίου του 1905 πήγε εκ μέρους του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ η Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου στο Μεγάλο Βεζίρη, για να γνωστοποιήσει την αθωωτική απόφαση και να ζητήσει την επάνοδο του Αγαθαγγέλου στην έδρα του, έλαβε αρνητική απάντηση με την αιτιολογία ότι δεν επρόκειτο να επιτραπεί η επιστροφή του στα Γρεβενά, γιατί τον θεωρούσε επικίνδυνο για την ησυχία του τόπου. Η επιτροπή του Πατριαρχείου υπενθύμισε τότε στο Μεγάλο Βεζίρη το προνόμιο της Εκκλησίας που προέβλεπε ότι, σε περίπτωση που υπήρχαν κατηγορίες εις βάρος μητροπολίτη, αρμόδια για να τον δικάσει και να εκδώσει την απόφαση ήταν μόνο η Ιερά Σύνοδος.
Η απάντηση που δόθηκε, και η οποία φωτογράφιζε την περίπτωση του μητροπολίτη Γρεβενών, ήταν ότι το προνόμιο αυτό είχε καταργηθεί πρόσφατα με σουλτανικό διάταγμα (ιραδέ), σύμφωνα με το οποίο στο εξής κάθε κατηγορούμενος ιεράρχης θα δικαζόταν από τα δικαστήρια της επαρχίας που διέπραξε το αδίκημα.
Η παραπάνω απόφαση σήμαινε ότι, εφόσον ο Αγαθάγγελος επέστρεφε στα Γρεβενά, θα δικαζόταν για την υπόθεση που είχε κατηγορηθεί στα τουρκικά δικαστήρια της περιοχής του, με μάρτυρες τους ρουμανίζοντες, οπότε ήταν βέβαιη η καταδίκη του.
Ο Ρουμάνος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Αλέξανδρος Λαχωβάρης χαρακτήριζε την τυχόν επάνοδο του μητροπολίτη Γρεβενών στην επαρχία του σαν πραξικόπημα κατά της Ρουμανίας.
Μετά από αυτά, το Πατριαρχείο αναγκάστηκε να κρατήσει τον Αγαθάγγελο στην Κωνσταντινούπολη και να του αναθέσει καθήκοντα Συνοδικού, αφήνοντας τη Μητρόπολη Γρεβενών ακέφαλη, με αποτέλεσμα να “αλωνίζουν” ανενόχλητοι την περιοχή οι ρουμανίζοντες.
Στις αρχές Μαΐου του 1906, με εντολή της τουρκικής κυβέρνησης, παύθηκε από τα καθήκοντα του αρχιερατικού επιτρόπου της Μητρόπολης Γρεβενών ο πρωτοσύγκελος Αθανάσιος Τσάμης, με την κατηγορία ότι έβγαλε έξω από το ναό ρουμανίζοντα ιερέα την ώρα που τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Και τον επόμενο αρχιερατικό επίτροπο παπα-Ιάκωβο τον οδήγησαν δέσμιο στις φυλακές Σερβίων, με την κατηγορία ότι στο χωριό Κρανιά είχε δείρει κατά το παρελθόν κάποιο ρουμανίζοντα, παρότι ο ανακριτής Γρεβενών, που εξέτασε την καταγγελία, έκρινε αυτόν αθώο. Με τις συνεχείς αυτές διώξεις των ιερωμένων η Μητρόπολη Γρεβενών παρέμεινε κλειστή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εκδοθεί καμία άδεια γάμου, να μη γίνει καμία ιεροπραξία σε είκοσι χωριά γύρω από την πόλη και γενικά η θρησκευτική ζωή να παραλύσει για χάρη της ρουμανικής προπαγάνδας.
Επίσης το Μάιο του 1906 συγκροτήθηκαν στα Γρεβενά τρεις τουρκορουμανικές συμμορίες, από τη δράση των οποίων σκοτώθηκαν 40 άτομα. Οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές φυλάκιζαν καθημερινά αθώους πολίτες. Η τρομοκρατία είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι χωρικοί, εξερχόμενοι το πρωί, για να μεταβούν στις εργασίες τους, αποχαιρετούσαν τις οικογένειές τους, γιατί δε γνώριζαν αν θα επέστρεφαν το βράδυ στα σπίτια τους.
Τελικά ο Αγαθάγγελος παρέμεινε εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη επί τέσσερα και πλέον χρόνια και επέστερψε στη Μητρόπολη Γρεβενών το καλοκαίρι του 1909, ένα χρόνο περίπου μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων και τη χορήγηση αμνηστίας.
Όταν έφτασε στα Γρεβενά, άρχισε τις περιοδείες στα χωριά, για να τονώσει το ηθικό φρόνημα του λαού. Αυτό εξόργισε τους Νεότουρκους και τους ρουμανίζοντες, οι οποίοι άρχισαν πάλι να τον συκοφαντούν στις τουρκικές αρχές. Το αποτέλεσμα ήταν να ανακληθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Το Πατριαρχείο, ευρισκόμενο σε δύσκολη θέση να επαναφέρει τον Αγαθάγγελο στα Γρεβενά, αναγκάστηκε το Μάρτιο του 1910 να τον μεταθέσει στη Μητρόπολη Δράμας. Στη Μητρόπολη Γρεβενών, τοποθετήθηκε στις 16 Μαρτίου 1910 ο μητροπολίτης Αιμιλιανός Λαζαρίδης.
Ο Αιμιλιανός συνέχισε με “θρησκευτική ευλάβεια” την πολιτική του προκατόχου του, κάνοντας διάφορες περιοδείες στα χωριά, για να τονώσει το ηθικό των κατοίκων και να διατηρήσει ακμαίο το εθνικό φρόνημα. Εξάλλου αυτή ήταν η ενδεδειγμένη πολιτική που εξυπηρετούσε το συμφέρον της Ελλάδας και του Πατριαρχείου. Αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων του ήταν η στυγερή δολοφονία του την 1η Οκτωβρίου 1911.
Ο Αγαθάγγελος σε ανοιχτή επιστολή που έστειλε ως μητροπολίτης Δράμας και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης “Μακεδονία” στις 22.10.1911, υποστήριζε ότι κατά τη γνώμη του η δολοφονία του εθνομάρτυρα Αιμιλιανού ήταν έργο τουρκικής συμμορίας, χωρίς να απαλλάσει της ευθύνης και τους ρουμανίζοντες, τους οποίους θεωρούσε συνένοχους.
Κατά της άποψή μας ο Αγαθάγγελος υπήρξε η πιο δυναμική, επαναστατική και μορφωμένη προσωπικότητα όλων των μητροπολιτών Γρεβενών κατά τους νεότερους χρόνους. Γι’ αυτό οι εκάστοτε εχθροί του (Τούρκοι και ρουμανίζοντες) τον καταδίωξαν αμείλικτα και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον απομονώσουν από το ποίμνιό του. Δεν έγινε όμως γνωστός ευρύτερα, γιατί τον επισκίασε η δολοφονία του εθνομάρτυρα μητροπολίτη Αιμιλιανού και γιατί δε βρέθηκε κάποιος να γράψει για τη ζωή και τη δράση του, όπως έγινε με άλλους μητροπολίτες της εποχής (Γερμανό Καραβαγγέλη, Ιωακείμ Φορόπουλο και Χρυσόστομο Καλαφάτη).
Σε αντίθεση με τον Αγαθάγγελο, ο μητροπολίτης Αιμιλιανός έγινε γνωστός στο Πανελλήνιο, επειδή η δολοφονία του συγκίνησε τον απανταχού Ελληνισμό, έγιναν επιμνημόσυνες δεήσεις με εντολή του ελληνικού κράτους και του Πατριαρχείου σε όλα τα μέρη του κόσμου, όπου κατοικούσαν Έλληνες, εκφωνήθηκαν λόγοι και γράφηκαν αρκετά που εκθείαζαν τη ζωή και το έργο του. Πιστεύουμε ότι η δολοφονία του Αιμιλιανού οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι ακολούθησε απαρέγκλιτα την πολιτική του Αγαθαγγέλου. Νεότουρκοι και ρουμανίζοντες αποφάσισαν τη φυσική εξόντωσή του, όταν διαπίστωσαν ότι και ο νέος ιεράρχης των Γρεβενών Αιμιλιανός αποτελούσε γι’ αυτούς εμπόδιο και οδηγούσε τα ανθελληνικά τους σχέδια σε αδιέξοδο.